Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016


Nails - "You Will Never Be One Of Us"

               
             Έχοντας ήδη ακούσει τις φήμες γύρω από το τρίτο-πολυαναμενόμενο- πόνημα των Nails πριν καν έρθω σε επαφή με το ίδιο το υλικό του άλμπουμ, σαν ακροατής και μόνο ένιωσα τον ίλιγγο των υψηλών προσδοκιών που έχουν οι ίδιοι θέσει. Με το άλμπουμ να το συνοδεύουν σχόλια όπως «το Reign In Blood της γενιάς του» αλλά και «ο metal δίσκος της χρονιάς!» οι προσδοκίες μου λίγο πριν πατήσω το play είχαν ίσως ξεπεράσει τις απαιτήσεις που είχα από το συγκρότημα.
               Το τρίο από την Καλιφόρνια όμως δεν διστάζει να μας προσφέρει σε κάτι λιγότερο από 22 λεπτά –όχι την ουσία- την οργή που πρέπει να έχει ένα metal άλμπουμ εν έτη 2016. Η έναρξη γίνεται με το ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ να μας κάνει ξεκάθαρη, τη δήλωση του συγκροτήματος,  αλλά και το πάθος τους για τη μουσική σκηνή που υπηρετούνε. Η αρκετά δε «ψαρωτική»-ας μου επιτραπεί η έκφραση- εισαγωγή από μέλη των Converge, Neurosis, Baroness κ.α. δείχνει και την εκτίμηση που χαίρουν τα μέλη των Nails από μερικούς σπουδαίους συναδέλφους τους. Η συνέχεια γίνεται στους ίδιους επιθετικούς, καταιγιστικούς grindcore ρυθμούς με τον ακροατή να μην προλαβαίνει να πάρει ανάσα. Σε αυτό βοηθάνε τα πιο μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια, που σε ένα δίσκο με τη διάρκεια του “You Will Never Be One Of Us” δύσκολα βρίσκονται. Όπως και στο προηγούμενο άλμπουμ τους( Abadon All Life ) οι Nails κρατάνε την επική  σύνθεση για το τέλος. Το “They  Come Crawling Back” υπερβαίνει σε διάρκεια τα 8 λεπτά, δεν είναι όμως αυτός ο λόγος που μπορεί να χαρακτηριστεί «επικό», αλλά οι εναλλαγές σε riffs που το χωρίζουν σε τρία μέρη. Από sludgy riff, death metal μέχρι και τα κλασικά Slayer guitar lead ακούμε σε αυτή τη σύνθεση. Ο συντελεστής όμως που πρέπει να καρπωθεί πολλά από το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι άλλος από τον παραγωγό Kurt Ballou. Ο οποίος φαίνεται πως έχει βρει για τα καλά τον ήχο που ταιριάζει στο συγκρότημα, που είναι αρκετά τραχύς και δίνει την εντύπωση περισσότερο ενός live των Nails παρά μιας studio δουλειάς.
            Η μουσική των Νails παραμένει ένας συνδυασμός hardcore punk στοιχείων με ακραίο metal και η αλήθεια είναι πως δίνουν την αίσθηση στον ακροατή πως το κάνουν καλύτερα από όλους αυτή τη στιγμή. Προσωπικά μετά από κάθε ακρόαση έχω την αίσθηση ότι έχω έρθει σε επαφή με τον πιο brutal δίσκο της χρονιάς. Σίγουρα όχι τον καλύτερο, αυτό πάντα έχει να κάνει και με τα θέλω του ακροατή άλλωστε. Κλείνοντας θα ήθελα να αναφερθώ και στα σχόλια τύπου “το Reign In Blood της γενιάς του..”, καταλαβαίνω την ανάγκη που έχουμε, -ειδικά όσοι γράφουμε- να συγκρίνουμε με άλμπουμ «μνημεία», για να δώσουμε έμφαση και την απαραίτητη βαρύτητα στην ακρόαση που κάναμε, ίσως και για να δείξουμε τον ενθουσιασμό μας. Αλλά η αλήθεια είναι πως “Master”, “Reign” και “Beast” δεν θα ξαναβγούν στο metal, “You Will Never Be One Of Us” όμως βγαίνουν και είναι άλμπουμ που συμβαίνουν τώρα οπότε μη χάνετε χρόνο και απολαύστε.


Φροίξος Βικάτος

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2016

2016 so far

       Το πρώτο μισό για το 2016 πέρασε και τα δικά μου highlights μέχρι στιγμής είναι τα εξής πέντε άλμπουμ:


05)   Red Hot Chili Peppers  - The Getaway

         Μην έχοντας πολλές απαιτήσεις από το 11ο άλμπουμ των Καλιφορνέζων μπορώ να πως η αίσθηση φρεσκάδας που έχει το “The Getaway”, μόνο ως θετικό στοιχείο μπορεί να το εκλάβει ο ακροατής του. Με την αίσθηση ότι ακούς ένα συγκρότημα πλέον σε σύγκριση με το “Im With You”, αλλά και με ένα από τα καλύτερα τραγούδια της χρονιάς, “Dark Necessities” .

04)  AnthraxFor All King

        Άλλη μια απάντηση από τους βετεράνους thrashers γιατί η θέση τους στους big 4 τους αξίζει. Το “For All Kings” είναι το καλύτερο άλμπουμ των Αμερικάνων από το “Sound Of White Noise” με τον Bush στο μικρόφωνο. Η αλήθεια είναι πως και αυτό το άλμπουμ φαίνεται πως γράφτηκε για τα φωνητικά του τελευταίου. Το “Breathing Lighting” έχει ήδη κερδίσει το στοίχημα.

03) DeftonesGore

          Οι Deftones αποτελούν μεγάλη αξία στο χώρο του alternative/metal ήχου και ευτυχώς εδώ  που τα λέμε γιατί οι Tool και οι SOAD απουσιάζουν εδώ και μια δεκαετία. Σε αντίθεση με αυτούς οι Deftones κυκλοφορούν Τρίτη σερί δισκάρα από το 2010 και το “Diamond Eyes” προσθέτοντας και κάτι καινούργιο  κάθε φορά, χωρίς να επαναλαμβάνονται.

02) RadiohedA Moon Shaped Pool

     Επιστροφή σε πιο οργανικό ήχο σε σχέση με το “King Of Limbs” αλλά και σε πιο γνώριμες μουσικές φόρμες, που μπορούν εύκολα να κατατάξουν το νέο μουσικό πόνημα των Βρετανών, ανάμεσα στις κλασικές δημιουργίες τους. Ξεχωριστό ρόλο παίζουν οι ενορχηστρώσεις που έγιναν με την βοήθεια της London Contemporary Orchestra.

 01)   Gojira – Magma

     Απλοποιώντας των ήχο τους οι Γάλλοι αλλά χωρίς να κάνουν εκπτώσεις στην ποιότητα αυτού, μας παρουσιάζουν τον πιο ουσιαστικό metal δίσκο για το 2016. Έγιναν πιο μελωδικοί χωρίς να «φλωρέψουν» και με συνθέσεις σαν το “Silvera” είναι καταδικασμένοι να ηγηθούν στο σύγχρονο metal.



Φροίξος Βικάτος

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Red Hot Chili Peppers - "The Getaway"

                
             Να επαναπροσδιορίσεις  τον εαυτό σου είναι μια δύσκολή πράξη που απαιτεί μεγάλη προσπάθεια και ενδέχεται να εμπεριέχει μεγάλο ρίσκο. Το οποίο και σωστά πήραν οι Red Hot Chili Peppers στο καινούργιο τους άλμπουμ. Αναφερόμαστε σε ένα συγκρότημα που από το 1999 και το “Californication”, όλα του πάνε πρίμα και το οποίο δεν «σκόνταψε» ούτε μετά την αποχώρηση του καταλυτικού για την επιτυχία τους John Frusciante. Το προηγούμενο τους άλμπουμ “Im With You” που ήταν και το πρώτο τους χωρίς τον κιθαρίστα που σημάδεψε την καριέρα τους, κατάφερε με σχετική ευκολία να «μασκαρέψει» τις όποιες αδυναμίες και ελλείψεις σε συνθετικό επίπεδο, αλλά η κόπωση είχε κάνει την εμφάνιση της. Πέντε χρόνια μετά και για νέο τους άλμπουμ μαθαίνουμε ότι το συγκρότημα αντικατέστησε τον επί χρόνια συνεργάτη του-παραγωγό του, Rick Rubin, με την λογικότερη εκ το επιλογών να ακούει στο όνομα Danger Mouse. Ο τελευταίος είναι γνωστός και υπεύθυνος για την επιτυχία των The Black Keys και μεταξύ άλλων έκανε και την παραγωγή στο τελευταίο άλμπουμ των U2. Αυτό το σημειώνω γιατί οι Peppers από τα τέλη των 90’s με τη μουσική τους αναφέρονται όλα αυτά τα χρόνια σε ένα πιο mainstream ακροατήριο, οπότε οι γκρίνιες για πιο pop στροφή του ήχου τους είναι μάλλον «περσινά ξινά σταφύλια».
           Στο “The Getaway” όπως και ονομάζεται το φετινό και 11ο στούντιο άλμπουμ των Καλιφορνέζων ,οι αλλαγές είναι αρκετές και το ρίσκο που παίρνουν οι δημιουργοί του είναι τέτοιο ώστε το άλμπουμ να ακούγεται ως το λιγότερο “Peppers” της καριέρας τους. Αυτό από μόνο του όμως δεν μπορεί να κρίνει και την ποιότητα του. Ο Danger Mouse από πολλές απόψεις μπορεί να θεωρηθεί ο αναμορφωτής του ήχου τους αφού πέρα από την παραγωγή συνυποργράφει και 5 από τις συνθέσεις στο “The Getaway”. Μια από αυτές είναι και η καλύτερη αυτού. Μιλάω φυσικά για το “Dark Necessities” ένα αρκετά σκοτεινό και μελαγχολικό τραγούδι για τα δεδομένα του συγκροτήματος, ειδικά η επιλογή του ως πρώτο single εκπλήσσει. Έχει όμως την καλύτερη μελωδία σε όλο το άλμπουμ και μία από τις καλύτερες από αυτές που θα ακούσουμε αυτή χρονιά. Στο σύνολό του το άλμπουμ δεν θα «ξεσπάσει» πουθενά , ούτε στα πιο κιθαριστικά “Detroit” και “This Ticonderoga”. Και στις 13 του συνθέσεις ο δίσκος είναι αρκετά ατμοσφαιρικός, ambient και για αυτούς που ψάχνουν το νέο “Cant Stop”, συγγνώμη αλλά στο “The Getaway” δεν θα το πάρετε. Η πιο ατμοσφαιρική προσέγγιση έχει τιθασεύσει  το μπάσο του Flea αλλά και τα trademark rap ξεσπάσματα του Anthony Kiedis. Όλα στο άλμπουμ φαίνεται πως εξυπηρετούν μια μελωδία που πάντα έρχεται από το background. Αυτός είναι και ο ρόλος του Josh Klinghoffer, ο οποίος έχει πολύ καλή αίσθηση της μελωδίας με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις πιο dreamy στιγμές του άλμπουμ, “The Longest Way” και “Encore”. Με το πρώτο να έχει άρωμα Radiohead στην κιθάρα, περιόδου “In Rainbows”.
        Συνοψίζοντας, αν και το νέο άλμπουμ των “Peppers” «υποφέρει» από τη εμφάνιση κάποιων fillers(πχ. We Turn Red) και η εντυπωσιακή παραγωγή (Danger Mouse τα είπαμε αυτά) και μίξη ( Nigel Godrich ψάξτε το βιογραφικό του και θα καταλάβετε) κλέβουν την παράσταση και δένουν το τελικό αποτέλεσμα, αλλά το “The Getaway” έχω την εντύπωση πως θα εκτιμηθεί με το πέρασμα του χρόνου όπως το άλλοτε αδικημένο “One Hot Minute”.


Φροίξος Βικάτος

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Gojira - "Magma"

                     
          Στην καθημερινή αναζήτηση των νέων Metallica, Iron Maiden κτλ. πολλούς έχουμε βαφτίσει νέους σωτήρες του metal. Κάποιοι από αυτούς που πήραν το χρίσμα σκόνταψαν(Trivium) ενώ κάποιοι άλλοι κάνοντας από την αρχή κάτι μοναδικό και όντας αυτόφωτοι καθόρισαν τον δικό τους ήχο και τον επέβαλαν στο σύγχρονο metal. Στη δεύτερη περίπτωση ανήκουν και οι Γάλλοι Gojira ένα συγκρότημα όχι μόνο με μοναδικό ήχο- ένας συνδυασμός Meshuggah με Mastodon- αλλά και την απαραίτητη δισκογραφία για να θεωρείται από τα κυρίαρχα στο σημερινό metal χάρτη. Το “From Mars To Sirius” του 2005 τους άλλαξε μια για πάντα επίπεδο και με δύο εξίσου πολύ καλές δουλειές που αποδείκνυαν την εξελικτική τους πορεία δεν κοίταξαν ποτέ πίσω. Τέσσερα χρόνια μετά το τελευταίο “LEnfant Savage” οι Γάλλοι επιστρέφουν με ένα ακόμα άλμπουμ που μπορεί να αλλάξει το ρου της ιστορίας τους-ίσως και του metal- το “Magma”.
              To Magma” είναι η μια απογυμνωμένη προσέγγιση του πολύπλοκου ήχου των Γάλλων αλλά πέρα για πέρα δοσμένη με ουσιαστικό τρόπο. Μουσικά η μελωδικότητα είναι  η δύναμη του έκτου πονήματος των Gojira με τον Joe Duplantier να δοκιμάζει πιο πολύ από ποτέ τα καθαρά φωνητικά του. Το άλμπουμ παρότι αποτελείτε από 8 εν δυνάμει single-έχουμε και δύο interlude- έχει πρωτοφανή συνοχή και ροή σαν σύνολο. Αρκετά τραγούδια ασχολούνται εκτός από τα γνωστά οικολογικά ζητήματα που απασχολούσαν πάντα το συγκρότημα και με το θέμα της απώλειας, σαφώς επηρεασμένα από τον θάνατο της μητέρας των αδερφών Duplantier. Τραγούδι όχι μόνο με ισχυρό μήνυμα αλλά και με το καλύτερο riff από αυτά που έχουμε ακούσει τα τελευταία πολλά χρόνια είναι το “Silvera”. Κλασικό Gojira τραγούδι από το πρώτο άκουσμα με τα χαρακτηριστικά κοφτά riff trademark των Γάλλων αλλά και τα lead που παραπέμπουν σε Chuck Schuldiner και Death late 90’s. Όπως είπα οι Gojira παραμένουν ουσιαστικότεροι όλων των συγχρόνων metal συγκροτημάτων ακόμα και στην πιο “pop” έκφανση της μουσικής τους όπως γίνεται με το “Stranded”. Στο ομώνυμο ακούμε μια σχεδόν συνεργασία τους θα έλεγε κανείς  με τους Mastodon περιόδου “The Hunter”, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί το αρκετά πολυρυθμικό-μέχρι και το “Roots” μου θύμισε η tribal εισαγωγή του- “Pray”. Το άλμπουμ έχει πολλά να δώσει ακόμα μέχρι το ιδανικό, λυτρωτικό κλείσιμο με το ακουστικό “Liberation”. Νομίζω πως αυτή την αίσθηση της εμπειρίας στο τέλος του άλμπουμ, ότι σαν ακροατής άκουσες κάτι μοναδικό με ροή από την αρχή μέχρι το τέλος λίγα άλμπουμ το καταφέρνουν σήμερα.
         Δεν ξέρω αν το “Magma” πρέπει να θεωρηθεί «κλασικό» ή «δεκάρι» ούτως η άλλως για τον καθένα μας ξεχωριστά η ακρόαση είναι κάτι μοναδικό και  ιδιαίτερα προσωπικό. Όμως είμαι σίγουρος πως το “Magma” έχει όλα εκείνα τα στοιχεία για να το χαρακτηρίσουν αρκετοί τέτοιο. Δίσκος που σίγουρα θα τους διευρύνει το ακροατήριο, με ελάχιστες απώλειες οπαδών του πρώιμου ήχου τους. Το “Magma” για μένα είναι άλμπουμ που βγαίνει μία φορά στα δέκα χρόνια για το metal όπως το “Black Album”, “Slipknot” και “Crack The Skye”.


Φροίξος Βικάτος

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Kvelertak - "Nattesferd"

           
        Οι Kvelertak από την πρώτη τους εμφάνιση πίσω το 2010 μέχρι και σήμερα αποτελούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα συγκροτήματα που εμφανίστηκαν με την αυγή της νέας δεκαετίας. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους αναμφίβολα σημάδεψε τα 10’s με τη φρεσκάδα του και τον πολυσχιδή ήχο του. Τρία χρόνια αργότερα μας έδωσαν περισσότερη-Meir στα Νορβηγικά σημαίνει περισσότερο- από την διασκεδαστική τους ενέργεια που πολλοί στην αμηχανία τους να την κατηγοριοποιήσουν ονόμασαν black nroll. Ξεπερνώντας εύκολα το εμπόδιο του λεγόμενου «δύσκολου» δεύτερου άλμπουμ μαλακώνοντας τον ήχο τους χωρίς απώλειες. Άλλα τρία χρόνια χρειάστηκαν για να φτάσουμε στο σημερινό τρίτο τους πόνημα με τίτλο Nattesferd. Και σε περίπτωση που είσαι καινούργιος με τους Νορβηγούς και δεν το είχες καταλάβει, τραγουδάνε στην μητρική τους γλώσσα κάτι που μέχρι σήμερα δεν τους έχει σταθεί και τόσο μεγάλο εμπόδιο, όπως φαίνεται τουλάχιστον. Πριν ασχοληθούμε με το μουσικό κομμάτι παρατηρούμε δύο σημαντικές αλλαγές στα credit αφού ο παραγωγός Kurt Ballou(Converge, High On Fire) που είχε αναλάβει τα προηγούμενα δύο άλμπουμ των Νορβηγών απουσιάζει, αντίστοιχα και ο John Baizley των Baroness δεν είναι ο σχεδιαστής του νέου τους εξωφύλλου.
        Στο καθαρά μουσικό κομμάτι οι Kvelertak επιμένουν να προκαλούν αμηχανία σε κάθε ακροατή που ενδιαφέρεται πιο πολύ να ξέρει τι είδος μουσικής ακούει παρά αν αυτό που ακούει είναι ποιοτικό. Και το τρίτο άλμπουμ ξεκινάει με tremolo guitar riffing και blastbeats δηλαδή σε black metal ρυθμούς αλλά σύντομα οι αναδυόμενες rock μελωδίες από τρείς υπέροχες κιθάρες θα γεμίσουν των ήχο του εναρκτήριου τραγουδιού(“Dendrofil For Yggdrasil”). Το “1985” είναι ο δικός τους arena rock ύμνος και ευτυχώς που στα 90’s το metal άνοιξε τους ορίζοντες του και δεν θα υπάρξει κανένας φωστήρας να μας πει ότι «φλώρεψαν». Οι  Kvelertak ουσιαστικά και στο νέο τους άλμπουμ τζαμάρουν σε όλο το φάσμα του rock nroll, άλλοτε punk-ίζουν( “Bronsegud”), άλλοτε thrash-ίζουν (“Berserkr”), σε ένα άλμπουμ που έχει την ανεμελιά των 80’s και το μουσικό μπαστάρδεμα των 00’s. Θα ήθελα να αναφερθώ σε δύο ακόμα συνθέσεις οι οποίες και κλείνουν το δίσκο. Αρχικά το επικό 9λεπτό “Heksebrann” με το τυπικό πλέον χτίσιμο-momentum μέχρι και τη στιγμή που θα μπει όλο το συγκρότημα μαζί. Ένα επικό hard rock τραγούδι με το μπάσο να έχει σημαίνοντα ρόλο σε αυτό. Για το τέλος οι ταχύτητες θα πέσουν με το “Nekrodamus” ή εναλλακτικά ο τίτλος “1970”(;) προτείνω εγώ. Ξεκάθαρη early Sabbath επιρροή με πρωτόλειο metal riff.
       Συνοψίζοντας σίγουρα είναι η πιο rock δουλειά των Νορβηγών μέχρι σήμερα, παρ’ όλα αυτά το “Nattesferd” είναι ένα 100% Kvelertak άλμπουμ. Δεν μπορώ να το βάλω δίπλα στο ντεμπούτο τους γιατί θα το καταδικάσω, αφού το χαστούκι που φάγαμε πριν 6 χρόνια ακόμα το νιώθουμε, αλλά και οι ίδιοι έξυπνα αποστασιοποιούνται σιγά σιγά απαλλαγμένοι σε μεγάλο βαθμό από τα black στοιχεία του ήχου τους, μαλακώνοντας τον με κλασικό hard rock. Από τα πιο ευχάριστα άλμπουμ για φέτος, χωρίς κόμπλεξ να χαρακτηριστεί διασκεδαστικό.

Φροίξος Βικάτος

         

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Death Angel - "The Evil Divide"

                
 Οι Death Angel παρότι είναι ένα συγκρότημα με 30 χρόνια ιστορία στο χώρο του thrash metal-με ένα μικρό διάλειμμα στα 90’s- με το νέο τους άλμπουμ βάζουν κάτω πολλούς νέους που προσπαθούν να μας πείσουν με το old school trash τους. To είδος έχει κορεστεί  τα τελευταία χρόνια κακά τα ψέματα, με τις μόνες κυκλοφορίες που τραβάνε το ενδιαφέρον να είναι αυτές των Big 4 λόγω εκτοπίσματος αλλά και της φωτεινής εξαίρεσης που ακούει στο όνομα Vektor, οι οποίοι όμως «παίζουν μπάλα» στο δικό του γήπεδο πλέον. Γιατί όμως το “The Evil Divide” ξεχωρίζει και σίγουρα θα αποτελέσει μαζί με το νέο άλμπουμ των Anthrax μια από τις thrash metal επιλογές μου για φέτος.
         Τα riffs που αποτελούν και την βάση του είδους, δεν είναι μόνο κοφτερά( “The Moth” ) και εμπνευσμένα( “Hatred United/United Hate” ) αλλά έχουν και την πρωτοτυπία-για το συγκρότημα πάντα- και το ρίσκο του αρκετά μελωδικού “Lost”. Κάτι τέτοιες συνθέσεις είναι αυτές που διχάζουν τους οπαδούς των συγκροτημάτων, με το πείραμα όμως να πετυχαίνει όπως και στη περίπτωση του “Breathing Lighting” των Anthrax. Επιπλέον δίνεται η ευκαιρία σε μία από τις καλύτερες φωνές του χώρου όπως αυτή του Mark Osegueda να χρωματίσει το τραγούδι, ξεδιπλώνοντας την γκάμα των φωνητικών του δυνατοτήτων. Ακόμα η συμμετοχή του πολύ Andreas Kisser των Sepultura σε σόλο, στο “Hatred United/United Hate” προστίθεται στα θετικά του άλμπουμ όπως και το crossover riff α λα Suicidal Tendencies του “Cause For Alarm” προσθέτοντας έτσι ποικιλία στο συνολικό αποτέλεσμα. Μετά από πολλά ακούσματα βέβαια μπορώ να πω πως κράτησα με μεγαλύτερη ευκολία τα highlights που προανέφερα και αυτό γιατί προς το τέλος ο δίσκος κάνει μια μικρή «κοιλιά». Αυτό δεν σημαίνει πως υπάρχουν εκπτώσεις στη ποιότητα των τραγουδιών απλά δεν αποφεύγεται αυτό το μονοδιάστατο trash metal riffing.
      Κλείνοντας, σίγουρα από τους καλύτερους thrash metal δίσκους που θα ακούσουμε φέτος που σε μεγάλο βαθμό έχει στιγμές και ιδέες που θα ικανοποιήσουν και τον ακροατή που έχει χορτάσει από thrash. Η μοντέρνα παραγωγή ίσως ξενίσει κάποιους με το μεγάλο στοίχημα του άλμπουμ να ακούει στον τίτλο “Lost”.


Φροίξος Βικάτος

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Hatebreed - "The Concrete Confessional"

                     
          Προσπαθώ να σκεφτώ ένα καλό λόγο για να πείσω έναν καινούργιο ακροατή να ακούσει το νέο-7ο  άλμπουμ των Αμερικάνων Hatebreed. Για να μην παρεξηγηθώ το άλμπουμ είναι ίσως και ανέλπιστα καλό, όχι ότι οι Αμερικάνοι έχουν παρουσιάσει ποτέ κάτι κάτω του μετρίου αλλά το ύφος εδώ και 20 χρόνια είναι λίγο-πολύ καθορισμένο. Άρα αν δεν σε ενδιαφέρει άλλος ένας hardcore metal δίσκος τι μπορεί να σου προσφέρει το “The Concrete Confessional” ;
           Όπως προανέφερα, ότι περίμενες είναι παρών αλλά και κάτι παραπάνω. Το κάτι παραπάνω ακούει στο όνομα Slayer. Είναι αλήθεια πως το «φάντασμα» των Καλιφορνέζων στοιχειώνει με την καλή έννοια ολόκληρο το άλμπουμ. Πολλά τραγούδια θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί για το τελευταίο άλμπουμ των «Σφαγέων», μέχρι και επιρροή σε τίτλους  τραγουδιών βλέπουμε,  “Us Against Us”(βλ. You Against You). Αυτό όμως που εκπλήσσει περισσότερο είναι η πειστικότητα και το πάθος που δείχνουν οι Hatebreed, με το κιθαριστικό δίδυμο των Novinec/Lozinak να μη μας παραδίδει σόλο φυσικά αλλά να «κοιτάει» αντάξια αυτό των Slayer της τελευταίας 10ετίας. Ένα επιπλέον στοιχείο που αποτελεί και trademark του συγκροτήματος είναι οι καυστικοί στίχοι του Jamey Jasta. Πολλούς ακροατές μπορεί να του αφήνει παγερά αδιάφορους το γεγονός ότι το «Αμερικάνικό Όνειρο» έχει πεθάνει και ποια είναι η πολιτικοκοινωνική άποψη του Frontman των Hatebreed αλλά μερικοί από του πιο έξυπνους στίχους, οι οποίοι δίνουν κίνητρο και σε κάνουν να θες να σφίξεις την γροθιά σου στο άκουσμα τους είναι γραμμένοι εδώ. Για παράδειγμα η εισαγωγή στο “Looking Down The Barrel Of Today” είναι η πλέον χαρακτηριστική κραυγή του άλμπουμ: “Once had a shotgun to my head/They said I wasn’t worth the bullets/Now the world is my trigger and I’m here to fucking pull it”.
          Αν μη τι άλλο νομίζω πως το νέο άλμπουμ των Αμερικάνων μπορεί να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία  για όσους έρχονται πρώτη φορά σε επαφή με το συγκρότημα. Όλα τα κλισέ του ήχου τους είναι εδώ, όχι όμως παιγμένα σε ένα άλμπουμ διεκπεραιωτικού χαρακτήρα. Γεγονός που θα κρατήσει για ακόμη μια φορά των πυρήνα των οπαδών τους ενωμένο. Δυνατό άλμπουμ, χωρίς σόλο, με μοντέρνα στοιχεία αλλά και πιο κλασικά thrash μέρη να δείχνουν ίσως την μελλοντική τους κατεύθυνση.


Φροίξος Βικάτος                 

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Planet of Zeus - "Loyal to the Pack"

               
  Ξεκινώντας από τον τίτλο και μόνο (Loyal to the Pack) το άλμπουμ είναι γεμάτο υποσχέσεις, οι οποίες για τους πιο προσεκτικούς ακροατές των Planet of Zeus μας είχαν ήδη δοθεί από το προηγούμενο “Vigilante”. Και πιο συγκεκριμένα η υπόσχεση για αλλαγή στην ηχητική τους κατεύθυνση είχε γίνει από ένα τραγούδι και μόνο στο “Vigilante”, την πρώτη δικιά τους μπαλάντα το “No Tomorrow”. Οι Αθηναίοι με το “Loyal to the Pack” αποστασιοποιούνται όχι μόνο από την σκηνή που οι ίδιοι ζωντάνεψαν τα τελευταία χρόνια( λέγε με stoner) αλλά συνεπώς και από τον ήχο που είχαν στα δύο πρώτα τους άλμπουμ.
              Αν το συμπυκνώσουμε το “Loyal to the Pack” είναι ένας hard rock δίσκος με αρκετό 90’s feeling να διαπερνάει και τις έντεκα συνθέσεις του. Τα “Them Nights” και “Retreat” είναι ίσως τα πιο σκοτεινά τραγούδια που είπε ποτέ ο Babis, με αρκετά έντονο συναίσθημα τραγουδισμένα εξολοκλήρου με καθαρά φωνητικά, με το “Retreat” να θυμίζει ευχάριστα το “Simple Man” των Lynyrd Skynyrd. Θα μείνω λίγο στα καθαρά φωνητικά του Babis που στο νέο τους πόνημα κυριαρχούν και κάνουν την διαφορά αφού είναι ότι χρειάζονται οι συνθέσεις. Φαίνεται ξεκάθαρα πως το συγκρότημα δούλεψε πολύ στον τομέα του songwriting με αποτέλεσμα το άλμπουμ να είναι λιγότερο «συναυλιακό» σε σχέση με τους προκατόχους του. Βέβαια οι κλασικές στιγμές έντασης που είναι και το trademark του συγκροτήματος εξυπηρετούνται από το ομώνυμο τραγούδι και το “Scum Alive”. Επίσης ξεχώρισα το “Your Love Makes Me Wanna Hurt Myself” για το Mastodon vibe του( εποχής The Hunter) τα πανέμορφα σολίδια στο “Sea Bastards” αλλά και το ιδανικό κλείσιμο με το “Athens”. Πανέμορφο instrumental, θα ρισκάρω να πω πως το έχει γράψει ο Serafeim για την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει στα τύμπανα( jazz ακούνε τα αυτιά μου;).
         Με λίγα λόγια το “Loyal to the Pack” πιο πολύ τους ξεχωρίζει από την αγέλη παρά κρατάει την αγέλη ενωμένη. Είναι η πιο ώριμη και η καλύτερη τους δουλειά μέχρι τώρα και επιβεβαιώνει αυτό που όσοι τους έχουμε δει και ζωντανά το ξέρουμε καλά, ότι οι Planet of Zeus έχουν τη στόφα του μεγάλου συγκροτήματος.


Φροίξος Βικάτος

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Zakk Wylde - "Book of Shadows II"

               
              Zakk Wylde και “Book of Shadows II” 20 χρόνια μετά από την πρώτη φόρα. Γιατί άργησε τόσο πολύ το sequel-για να μιλήσουμε και με κινηματογραφικούς όρους- του πρώτου αρκετά επιτυχημένου “Book of Shadows” μόνο ο ίδιος, ο δεξιοτέχνης αυτός κιθαρίστας το γνωρίζει. Για όσους έρχονται πρώτη φορά σε επαφή μαζί του, μιλάμε για τον μοναδικό κιθαρίστα που κατάφερε να προσφέρει στο προσωπικό συγκρότημα του Ozzy Ozbourne μετά τον Randy Rhoads. Ο ήχος του αναγνωρίσιμος, από τους δίσκους του με τον double O αλλά και μετέπειτα με τους ολόδικούς του Black Label Society. Τι γίνεται όμως όταν αυτός ο κύριος δεν συνδέει την κιθάρα του στο ενισχυτή ή μάλλον πιο σωστά όταν αποφασίζει να κινηθεί σε πιο ακουστικά ηχητικά μονοπάτια.
            Οι υποψιασμένοι, αυτοί που έχουν ακούσει το πρώτο μέρος αυτής της προσωπικής δουλειάς του Zakk δεν θα πάρουν τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο από αυτό που περίμεναν. Και αυτό είναι θετικό αν σκεφτεί κανείς τα χρόνια που έχουν περάσει αλλά και την πτωτική πορεία που είχαν τελευταία οι δουλειές του Zakk με τους BLS. Η φωνή του βρίσκεται σε εξαιρετικά επίπεδα και αν όντας απογυμνωμένος ο ίδιος από τις συνηθισμένες ηλεκτρικές «παραμορφώσεις» και τον σκληρό ήχο των BLS, όχι μόνο τα καταφέρνει αλλά εκπλήσσει ευχάριστα 20 χρόνια μετά την πρώτη απόπειρα. Τα “Lost Prayer”, “Tears of December”, “Darkest Hour” αλλά και το εναρκτήριο “Autumn Changes” παρότι θυμίζει έντονα το “Black” των Pearl jam, είναι υπέροχες  bluesy rock συνθέσεις που ξεχωρίζουν μέσα σε ένα μουσικό σύνολο που προκαλεί μια γλυκιά χαρμολύπη με το τέλος κάθε ακρόασης. Ακουστικό στη βάση του το “Book of Shadows II” , με την ακουστική κιθάρα του Zakk να αποτελεί την ραχοκοκαλιά του δίσκου σε συνδυασμό με τις ανέλπιστα καλές ερμηνείες του. Φυσικά και τα σόλο εδώ παίζουν το ρόλο της κορύφωσης και αυτό το ρόλο των υπηρετούν καλά όπως στο πρώτο single το “Sleeping Dogs”.
            Συνήθως τέτοιες απόπειρες από καλλιτέχνες αποτελούν μεγάλο ρίσκο αφού οι ίδιοι απογυμνώνονται από συνθετικά μοτίβα του πρώιμου καλλιτεχνικού τους βίου, ο Zakk Wylde είχε όλο το χρόνο(20 χρόνια δεν τα λες και λίγα) αλλά το σημαντικότερο είχε και την διάθεση να μας προσφέρει αυτό το άλμπουμ. Από το πουθενά λοιπόν, εδώ και εβδομάδες το “Book of Shadows II” δεν λέει να βγει από το στερεοφωνικό μου.


Φροίξος Βικάτος

Δευτέρα 11 Απριλίου 2016

Deftones - "Gore"

                     
   Θα προσπαθήσω να μην είμαι αρκετά γλαφυρός με τους χαρακτηρισμούς που θα χρησιμοποιήσω για το 8ο πόνημα των Deftones και να μείνω στα επιθυμητά όρια που ορίζει η «αντικειμενικότητα». Η αλήθεια είναι πως το άγχος μου το είχα καθώς πίστευα πως οι  Αμερικάνοι είχαν πιάσει ταβάνι με τις δύο προηγούμενες κυκλοφορίες τους “Diamond Eyes” και “Koi No Yokan”, τα οποία είναι «ογκόλιθοι» για τον εναλλακτικό metal ήχο. Επίσης επανέφεραν το συγκρότημα σε θέση ισχύος μετά το άνισο για πολλούς “Saturday Night Wrist”. Η πιο straight forward λογική που ακολούθησαν έφερε τα επιθυμητά αποτελέσματα αλλά ευτυχώς οι Deftones δεν εγκατέλειψαν ποτέ τους πειραματισμούς του SNW και στο ολοκαίνουργιο “Gore” τους επαναφέρουν δυναμικά και τους δίνουν τον πρώτο ρόλο.
            Το άλμπουμ ξεκινάει με το πιο Defton-ικό τραγούδι το πρώτο single, “Prayers/Triangles”, που προσπαθεί και συμπυκνώνει και τις δύο πτυχές του ήχου του συγκροτήματος, την ατμοσφαιρική με την επιθετική-metal παιδεία του κιθαρίστα Stephen Carpenter. Ο οποίος στο “Gore” έχει τον πιο διακριτικό ρόλο που είχε ποτέ σε άλμπουμ των Αμερικάνων και αυτό φαίνεται στο τελικό αποτέλεσμα. Πάντως τα hardcore-ίζων “Doomed User” και το ομώνυμο φροντίζουν να μας ταλαιπωρήσουν τον αυχένα και να μας θυμίσουν την αγάπη του κιθαρίστα για τους Meshuggah. Ο υπόλοιπος δίσκος έχει αρκετά πράγματα από τα side project του Chino Moreno και ιδιαίτερα τους Crosses. Ευτυχώς η μετάβαση από συγκρότημα σε συγκρότημα υπήρξε ομαλή και το αποτέλεσμα είναι η spacey ατμόσφαιρα του “Hearts/Wires”, που φέρνει στο μυαλό μεγάλα hit του συγκροτήματος όπως το Change. Ακόμα οι shoegaze κιθάρες του “Phantom Bride” και το ταιριαστό σόλο του πολύ Jerry Cantrell των Alice In Chains προσθέτουν ένα ακόμα highlight σε ένα άλμπουμ διαμάντι για τον εναλλακτικό σκληρό ήχο. Πολλά τα θετικά σε ένα δίσκο που είναι grower. Δηλαδή με τις ακροάσεις αποκαλύπτετε πλήρως στον ακροατή του και τον ανταμείβει. Για παράδειγμα το πολύπλοκό και με αρκετές εναλλαγές στο ρυθμό “Geometric Headdress”.To Gore” έχει και κάτι ακόμα, έχει ροή. Σε αυτό βοηθάει η έξυπνη κίνηση του παραγωγού Matt Hyde που επέλεξε  να μην αφήσει κενό μεταξύ των τραγουδιών(Season In The Abyss κανείς;). Στιχουργικά ο Chino Moreno είναι ελλειπτικός παίζοντας έτσι με την φαντασία του ακροατή κάτι που προσδίδει στην ατμόσφαιρα του πιο ατμοσφαιρικού τους δίσκου!
             Συνοψίζοντας, στον πρώτο τους δίσκο μετά τον θάνατο του αρχικού τους μπασίστα Chi Cheng από τροχαίο το 2013(βρισκόταν σε κώμα για 5 χρόνια), οι Deftones δεν γράφουν έναν επικήδειο( βλ. The Grey Chapter ) προς χάριν φτηνών εντυπωσιασμών. Οι Deftones άλλωστε είναι το μοναδικό συγκρότημα της γενιάς του που ξεπηδώντας από το nu-metal κίνημα στα μέσα των 90’s κατάφερε να σπάσει το «κουκούλι» και να μεταμορφωθεί σε κάτι δικό του, όμορφο. Οι ίδιοι άλλωστε αποτέλεσαν μόδα για τους συνοδοιπόρους τους βάζοντας «ξένα» στον ήχο στοιχεία τότε( shoegaze και dream pop επιρροές )και όχι το αντίθετο. Έτσι και στο “Gore”  κοιτάνε μπροστά και συνεχίζουν τον δρόμο της εξελικτικής τους πορείας πετυχαίνοντας πλέον το πείραμα, 10 χρόνια μετά την πρώτη δοκιμή.


Φροίξος Βικάτος

Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Spiritual Beggars - "Sunrise To Sundown"

                 
 Ίσως είμαι από τους λίγους, τους «περίεργους» που η μουσική των Spiritual Beggars μου προκαλεί μεγαλύτερες συγκινήσεις από αυτή των Arch Enemy. Το κοινό φυσικά μεταξύ αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων συγκροτημάτων είναι ο δημιουργός τους, ο Michael Amott. Με το δεύτερο(;) του όχημα(Spiritual Beggars) καλλιτεχνικής έκφρασης λοιπόν, ο Σουηδός δεξιοτέχνης  κιθαρίστας επιστρέφει, με τον 9ο δίσκο τρία χρόνια μετά το “Earth Blues”. Η σύνθεση του συγκροτήματος παραμένει σταθερή αλλά αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα και στασιμότητα.
            Η μουσική κατεύθυνση που παίρνουν οι Σουηδοί στο “Sunrise To Sundown” είναι ξεκάθαρη και στραμμένη κυρίως στο rock της δεκαετίας του 70. Κάτι που ο Per Wiberg(πλήκτρα) φαίνεται ότι έχει «σπουδάσει». Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς τα πλήκτρα στο “Diamond Under Pressure”, ίσως το καλύτερο Deep Purple τραγούδι που δεν έγραψαν οι σπουδαίοι Βρετανοί. Βέβαια όπως είπα αυτό είναι ένα μικρό δείγμα γιατί σε όλο το δίσκο ο Wiberg συναγωνίζεται τον Amott που του έχει δώσει αρκετές ελευθερίες και χώρο στο άλμπουμ. Πράγμα που δεν φαίνεται να γίνεται με τον Apollo πίσω από το μικρόφωνο, ο οποίος αν και καλός είναι αρκετά «θαμμένος» στη μίξη του άλμπουμ. Το “Sunrise To Sundown” κινείται πολύ όμορφα μέσα από τις διάφορες εκφάνσεις του rock, είτε αυτό είναι κλασικό( “Sunrise To Sundown”) είτε είναι hard rock(“What Doesntt Kill You”, “Hard Road”) ή stoner(“Lonely Freedom”). Επίσης η μεγάλη συμμετοχή και των υπολοίπων μελών του συγκροτήματος εκτός του Amott στα credits του άλμπουμ φαίνεται πως βοήθησε στο να δημιουργηθεί ένα αρκετά εμπνευσμένο σύνολο τραγουδιών. Σε ορισμένα σημεία το άλμπουμ είναι άνευρο και αυτό λόγω της μίξης των φωνητικών και την μη χρήση κάποιου ρίσκου από τον Apollo αλλά σε γενικές γραμμές σίγουρα είναι η καλύτερη δουλειά των Σουηδών τα πολλά τελευταία χρόνια.
              Το “Sunrise To Sundown” είναι ένα άλμπουμ που βιάζεται να φέρει το καλοκαίρι, έχει αρκετές rock μελωδίες που θα μείνουν και σίγουρα δείχνει για ακόμη μια φορά το ταλέντο του Amott το οποίο δεν μπορεί να χωρέσει κάτω από στεγανά και  ταμπέλες.


Φροίξος Βικάτος                                                                  8/10

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Deftones (αφιέρωμα)





Στο πρώτο αφιέρωμα του Riffstories θα επιχειρήσω να αποδώσω , όσο καλύτερα γίνεται την αγαπημένη μου μουσική ιστορία που δεν είναι άλλη από αυτή των Deftones . Μια πορεία στη μουσική που τα περιέχει όλα , από την εμπορική επιτυχία και το ξεπέταγμα από το nu metal παρακλάδι, μέχρι την αποκοπή τους από το είδος και την καλλιτεχνική αναγνώριση, ως τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν μετά το τροχαίο- δυστύχημα – ενός αδερφού, αλλά και την αναγέννηση με την κυκλοφορία των δύο τελευταίων δίσκων. Αυτό που τους κάνει ακόμα πιο μοναδικούς και τους έκανε να αντέξουν στις μόδες των καιρών, είναι ο πλουραλισμός του ήχου τους και η σταθερή ποιότητα των δίσκων τους, μιας και ο “χειρότερος” Deftone δίσκος μπορεί να χαρακτηριστεί με αυστηρότητα καλός. Ξεκινάμε λοιπόν…



                   ” I get bored…”

Πίσω στις αρχές τις δεκαετίας του 90 οι παιδικοί φίλοι από τα σχολικά χρόνια Stephen Carpenter(guitars), Chino Moreno(vocals) και Abe Cunningham(drums) εκτός από την κοινή τους αγάπη για το skateboarding, αρχίζουν να τζαμάρουν  μαζί στο γκαράζ του πρώτου. Στις πρόβες τους θα δοκιμαστούν πολλοί μπασίστες με την θέση τελικά να παίρνει ένας κοκαλιάρης με rasta, ονόματι Chi Cheng ολοκληρώνοντας έτσι την αρχική σύνθεση της παρέας από το Σακραμέντο. Με την ηχογράφηση τεσσάρων demos και μια mini περιοδεία σε τοπικά clubs μαζί με τους Korn , καταφέρνουν να εντυπωσιάσουν με τον δυναμισμό των ζωντανών εμφανίσεων τους ανθρώπους της Maverick Records και μπαίνουν στο στούντιο για την ηχογράφηση του ντεμπούτου άλμπουμ τους. Το 1995 λοιπόν θα κυκλοφορήσει το Adrenaline σε παραγωγή Terry Date –γνωστός για τις παραγωγές του σε δίσκους των Pantera και Soundgarden μεταξύ άλλων- και θα καταφέρει να κάνει εντύπωση μετά τις εμφανίσεις του συγκροτήματος σε μεγάλα φεστιβάλ όπως το Ozzfest. To Adrenaline αποτελεί ότι πιο hardcore έχει παρουσιάσει ποτέ το συγκρότημα και τον μόνο δίσκο τους που μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει αμιγώς στο nu metal ιδίωμα αποτελώντας μαζί με το ντεμπούτο των Korn τους δίσκους “στυλοβάτες” , για την νέα κατεύθυνση που έπαιρνε τότε το metal. Δίσκος που περιέχει τα κλασικά για το συγκρότημα “bored” , “7 words” και “root” που μετά από 20 χρόνια δεν λείπουν ποτέ από το setlist σε κάθε τους live. Ο δίσκος  ανήκει σε έναν από τους τρεις πλατινένιους που έχουν οι Αμερικάνοι και αυτό αξίζει να σημειωθεί καθώς , όταν κυκλοφόρησε δεν είχε την υποστήριξη του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης. Μπορεί να αποτελεί την λιγότερο αγαπημένη τους δουλειά για τον πιο ώριμο με τα χρόνια frontman τους Chino Moreno αυτό όμως το διαμαντάκι αποτελεί σημείο αναφοράς για κάθε die-hard οπαδό τους που το νοσταλγεί σε κάθε νέα τους κυκλοφορία.




  

      “ i don’t care where just far away “



Φωνάζει ο Chino στο “be quiet and drive(far away)” δηλώνοντας τις διαθέσεις του συγκροτήματος να σπάσει τα σύνορα του ήχου που τους χρέωσαν. Στο δεύτερο δίσκο τους οι Καλιφορνέζοι θα πειραματιστούν και θα ανεβάσουν πολύ την ποιότητα της δουλειάς τους σε σύγκριση με τα υπόλοιπα alternative/nu metal μουσικά σχήματα τις εποχής. Οι Deftones μεταφράζουν τις εμπειρίες από την περιοδεία που ακολούθησε μετά την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους, αλλά επηρεάζονται και από την τότε αναδυόμενη alternative rock σκηνή της Αμερικής με συγκροτήματα όπως οι Pimus , Smashing Pumpkins και Janes Addiction όχι τόσο ηχητικά, όσο εκμεταλλευόμενοι την χρονική συγκυρία που επέτρεπε σε συγκροτήματα του πιο εναλλακτικού χώρου να κάνουν καριέρα. Στις ηχογραφήσεις του Around the fur θα συνεισφέρει για πρώτη φορά σε τέσσερα τραγούδια  ο Frank Delgado(turntables, synths) πριν γίνει και επίσημα το 5ο μέλος του συγκροτήματος, μεγαλώνοντας με τις “πινελιές” του στις συνθέσεις το φάσμα του ήχου της μπάντας. Ο Αbe για την ηχογράφηση των drums χρησιμοποιεί σε κάθε τραγούδι διαφορετικό drum kit θέλοντας να πετύχει τον διαφορετικό ήχο, που απαιτούσε η κάθε σύνθεση και μαζί με το μπάσο του Chi αποτελούσαν  από τα πιο δυνατά rhythm section τις εποχής. Αυτός που ξεχωρίζει όμως εδώ δεν είναι άλλος από τον Chino με τις ερμηνείες του να έχουν τεράστια ποικιλία καθώς άλλες φορές ψιθυρίζει( rickets), γίνεται αισθαντικός ( mascara) ή τα σπάει όπως στην συνεργασία με τον Max Cavalera στο  “head up”. Tην κυκλοφορία του Around The Fur το 1997 ακολούθησε ακόμα μεγαλύτερη περιοδεία, εμπορική επιτυχία αλλά αυτή τη φορά και αναγνώριση από τον μουσικό τύπο. Οι Deftones βρίσκονταν ήδη σε ανοδική πορεία..



          “ I watched you change”


Οι Deftones μετά την επιτυχία του Around the Fur δεν βιάστηκαν…καθόλου για την ακρίβεια μιας και οι ηχογραφήσεις του White Pony κράτησαν ένα χρόνο. Το White Pony είναι ο πρώτος δίσκος με τον Frank Delgado ως μέλος του συγκροτήματος κάτι που φαίνεται και στην συνεισφορά του με τις ambient, dream pop και electronica πινελιές του στο συγκεκριμένο δίσκο. Εκτός από αυτό, καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η κιθάρα του Chino, κάτι που αρχικά δεν καλοφαινόταν στον κιθαρίστα του γκρουπ Stephen. Ο κιθαριστικός διαγωνισμός τους έβγαλε κερδισμένο το White Pony καθώς εκτός από τη metal παιδεία του Stephen για πρώτη φορά συναντάμε σε δίσκο Καλιφορνέζων τις shoegaze επιρροές του Chino. To White Pony κυκλοφόρησε το 2000 και περιέχει τα “digital bath”, “knife party”, “change(in  the house of flies)” και passenger σε συνεργασία με τον Maynard James Keenan των θεών Tool, τραγούδια διαμάντια για το alternative metal. Ο δίσκος αγκαλιάστηκε από κοινό και κριτικούς που αποθέωναν  την εξέλιξη του συγκροτήματος και την κυρίως του Chino τόσο ως ερμηνευτή αλλά και ως στιχουργού. Μέχρι και σήμερα για πολλούς αποτελεί το αριστούργημα που ποτέ δεν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν , άποψη που τα χρόνια που ακολούθησαν έβαλε ακόμα και το ίδιο το συγκρότημα σε λάθος σκέψεις και κινήσεις, με αποτέλεσμα την κορυφή να ακολουθήσουν όπως λέει και ο ίδιος ο Chino οι “dark days” για όλους μέσα στην μπάντα…


       “it’s the same sound

Την τεράστια επιτυχία του White Pony ακολούθησε για το συγκρότημα μεγάλη headline περιοδεία που όξυνε την έλλειψη επικοινωνίας που είχε αρχίσει να διαφαίνεται  μεταξύ των μελών. Τους οδήγησε σε λάθος εκτιμήσεις , καθώς πίστευαν ότι είχαν βρει την φόρμουλα για την δημιουργία κάθε δίσκου, παίρνοντας και αυτή τη φορά πολύ χρόνο στο στούντιο. Οι «dark days» όπως αποκαλεί το ίδιο το συγκρότημα μια μεγάλη χρονική περίοδο γι’ αυτό, ξεκίνησαν με την δημιουργία του ομώνυμου τους δίσκου. Το Deftones είναι ότι πιο σκοτεινό έχουν δημιουργήσει κάτι που αντικατοπτρίζεται από το εξώφυλλο έως και την πιο heavy ηχητική κατεύθυνση αυτού. Ο Stephen με την κιθάρα του μεταλλοποιεί πιο πολύ τις συνθέσεις, ενώ οι ερμηνείες του Chino ταξιδεύουν τον ακροατή από ονειρικά ηχητικά τοπία σε στιγμές γνήσιας metal έντασης. To 2003 που κυκλοφόρησε το album δεν θα μπορούσε να μην έχει και τις Radiohead αναφορές του σε τραγούδια όπως το ηλεκτρονικό ambient «lucky you» δείχνει τους καλιφορνέζους να έχουν σε μεγάλη εκτίμηση το Kid A των Βρετανών.  Τα «deathblow» , «minerva» και το «battle axe» ξεχωρίζουν από το ποιοτικότατο αποτέλεσμα του δίσκου γιατί περικλείουν όλα τα στοιχεία του ήχου τους, εναρμονισμένα με την  πιο σκοτεινή και «αντιεμπορική» εξέλιξη του Deftones. Με αυτόν τον δίσκο οι Deftones καταφέρνουν να συνεχίσουν στο ίδιο μοναχικό καλλιτεχνικό δρόμο παρά τις «σειρήνες» που έδειχναν να τους καλούν, μετά την μεγάλη επιτυχία του White Pony.


the universe breaking us down”

Η ατμόσφαιρα μεταξύ των μελών είναι δεδομένα ψυχρή μιας και η επικοινωνία φαντάζει κάτι ακόμα πιο δύσκολη μετά την μετακόμιση του Stephen(guitar) μόνιμα στο L.A. και την ενασχόληση των υπολοίπων με side project- κυρίως του Chino με τους Team Sleep-.O Chino βρίσκεται ανάμεσα σε έναν χωρισμό και την εξάρτιση του με τα ναρκωτικά που θα τον κάνουν ακόμα και αβέβαιο για την ικανότητα του να γράφει πλέον μουσική. Μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες , το συγκρότημα θα μπει στο στούντιο το 2005 για την ηχογράφηση του διαδόχου του Deftones. Σειρά στο «χάος» επιλέχτηκε να βάλει ο γνωστός από τις δουλειές του με τους Pink Floyd παραγωγός Bob Ezrin.Mε τον ίδιο να δηλώνει ότι η συνεργασία του με την μπάντα ήταν ότι πιο περίεργο έχει κάνει από άποψης ηχογραφήσεων. Το Saturday Night Wrist κυκλοφορεί το 2006 και οι αντιδράσεις μέχρι σήμερα είναι ανάμικτες, καθώς αποτελεί ότι πιο πειραματικό έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα και λιγότερο heavy. Αδικημένο πολύ καθώς αποτελεί δίσκο εμπνευσμένο, με τις shoegaze αναφορές του  White Pony εδώ πέρα να βρίσκονται στο επίκεντρο των συνθέσεων. Ατμοσφαιρικό , δυνατό και πολύ πειραματικό, μας προσφέρει ακόμα μια πολύ ωραία συνεργασία στο «mein» με τον Serj Tankian των S.O.A.D. και πολλές ακόμα στα «hole in the earth» , «beware» και «cherry waves». Μετά την περιοδεία και προώθηση του Saturday Night Wrist οι Deftones ήταν έτοιμοι να αφήσουν πίσω τις δύσκολες μέρες και ετοιμάζονταν να μπουν στο στούντιο για την δημιουργία του Eros



“Eros…when the coffin shakes”

    Μετά και την πολύπαθη κυκλοφορία του Saturday Night Wrist( κυρίως λόγω της δυσλειτουργίας τους ως συγκρότημα ) και οι πέντε τους μαζεύονται στα τέλη του 2007 και αποφασίζουν από κοινού ότι θέλουν να συνεχίσουν να γράφουν νέα μουσική και να παίζουνε μαζί. Κάπου στα μισά της ηχογράφησης του Eros( πήρε το όνομά του από ένα αστείο για τις γερμανικές ερωτικές ταινίες!) , το Μάιο του 2008 ο Chi(μπασίστας) καθώς γύριζε στο σπίτι του από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο αδερφός του, θα εμπλακεί σε ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα. Ο Chi Cheng από εκείνη την στιγμή θα πέσει σε κώμα και ταυτόχρονα το συγκρότημα θα μπει στο «πάγο» για αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα. Οι υπόλοιποι Deftones αποφασίζουν να αφήσουν στην άκρη το σχεδόν έτοιμο Eros, αλλάζουν παραγωγό και στην θέση του επί χρόνια συνεργάτη τους Tery Date προσλαμβάνουν τον Nck Rasckulinez( Foo Fighters, Alice in Chains) . Ηχογραφούν με τον μπασίστα τον Quicksand, Sergio Vega τον νέο εξολοκλήρου δίσκο τους, περιμένοντας τον φίλο τους να αναρώσει. To 2010 κυκλοφορεί προς ανακούφιση της μουσικόφιλης κοινότητας το Diamond Eyes,και φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ η χιλιοειπωμένη φράση του Νίτσε « ότι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό». Οι Deftones εδώ πέρα παραμερίζουν τους πειραματισμούς του «Saturday», βάζουν στο μίγμα τους λίγο από Meshuggah στις κιθάρες( άκου το «youve seen the butcher»), παραμένουν ερωτικοί και νοσταλγικοί στα «sextape» και «beauty school» αντίστοιχα και μας κολλάνε στον τοίχο με τις alt/metal τραγουδάρες  «diamond eyes», «royal» και «rocket skates». Ούτε ο πιο αισιόδοξος οπαδός τους δεν θα περίμενε τέτοια επιστροφή από τους Αμερικάνους…μην βιάζεστε όμως γιατί το συγκρότημα έδωσε πολλά ακόμα! 



Το ενδιαφέρον για το διαδόχου του Diamond Eyes ήταν μεγάλο καθώς αυτός ο δίσκος αποθεώθηκε από κριτικούς και κοινό. Οι Καλιφορνέζοι όμως χαλαροί όπως πάντα-ο Stephen φαίνεται να έχει αδυναμία στο «χόρτο»- θα ηχογραφήσουν ξανά με παραγωγό τον Raskulinez καθώς ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει. Το Σεπτέμβρη του 2012 θα έχουμε μια πρώτη γεύση από το Koi No Yokan (κεραυνοβόλος έρωτας στα ιαπωνικά) όπως θα ονομάζεται ο επερχόμενος δίσκος τους. Η αλήθεια είναι ότι με την πρώτη ακρόαση του «leathers», έτρεχα να μαζέψω το σαγόνι μου από το πάτωμα. Ένα από τα καλύτερα alternative/metal τραγούδια όλων των εποχών(καλά διάβασες) και απόλυτα Defton-ικό! Η αναμονή ήταν μεγάλη που τελικά άξιζε και με το παραπάνω, καθώς ο «Κεραυνοβόλος  Έρωτας» τους μας έστειλε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Tα «leathers», «poltergeist», «tempest» και «rosemary» αποτελούν αδιαπραγμάτευτα διαμάντια αυτής της μουσικής και περιέχονται όλα στον ίδιο δίσκο που από τώρα θα πρέπει να θεωρείται κλασικός, αφού καταφέρνει να κοιτάζει στα «μάτια» το δικό τους White Pony. Καθώς εναρμονίζει τις Meshuggh-ικές  κιθάρες(που εδώ είναι πιο έντονες) με τα ambient , αιθέρια στοιχεία της μουσικής των αμερικάνων. Δυστυχώς –ή ευτυχώς- όμως , όπως και στην ζωή τα πράγματα δεν μπορούν να παραμείνουν ίδια. Τον Απρίλιο του 2013 το συγκρότημα θα χάσει οριστικά τον φίλο και αδερφό Chi Cheng και το «smile» από το ακυκλοφόρητο Eros θα αποτελέσει το αντίο τους σε αυτόν. Οι Deftones πλέον έχουν μπει στο στούντιο για το διάδοχο του  Koi No Yokan που πιθανότατα θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι του 2015. Εγώ μέχρι τότε θα ακούω αυτή τη «χρυσή» δισκογραφία που μας έχουν αφήσει σαν κληρονομιά.
.



Φροίξος Βικάτος