Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

FOO FIGHTERS-THERE IS NOTHING LEFT TO LOSE(ΑΦΙΕΡΩΜΑ)



       Μήνας αφιερωμένος στους Foo Fighters αυτός που πέρασε στο Riffstories, δηλαδή για τον γράφοντα ας αφήσουμε τις βαρετές τυπικότητες στην άκρη. Καθώς σκοπεύω να γράψω για ένα από τα πιο «ζεστά» ροκ albums, γεμάτο συναίσθημα και αρκετά feel-good αισθητική. Τουλάχιστον για μένα αυτό είναι το There Is Nothing Left To Lose, το 3ο πόνημα των Αμερικάνων που κυκλοφόρησε πίσω το 1999.
        Τους αγαπώ και τους έχω ιδιαίτερη αδυναμία των Foos και ειδικά αυτή την περίοδο του χρόνου μπορώ να πω ότι τους λατρεύω! Οπότε έχω στείλει για λίγο την αντικειμενικότητα  στο περίπτερο για τσιγάρα. Ας ξεκινήσουμε φτιάχνοντας μια κούπα ζεστό τσάι και όχι καφέ, πριν ακουμπήσει η βελόνα τον δίσκο. Η επιλογή ροφήματος δεν είναι καθόλου τυχαία φίλε αναγνώστη(αν υπάρχεις) αφού το «Lose» ( για συντομία) είναι μια φωτογραφία στο χρόνο για τον Dave Ghrol δηλαδή τον ηγέτη του συγκροτήματος. Αποτελεί πιο απλά φίλε μου( που δεν καταλαβαίνεις τι θέλω να πω με τα τσάγια κτλ) την επιστροφή του Ghrol στο «σπίτι» του την Virginia μετά από έναν χρόνο «μεθυσμένης» ζωής στο L.A. Επίσης είναι ο πρώτος δίσκος που θα συμμετέχει ο drummer Taylor Hawkins και ο πρώτος και τελευταίος παράλληλα που οι Foos θα ηχογραφήσουν σαν τρίο αφού το πάζλ θα συμπληρώσει ο Mendel στο μπάσο,  το μοναδικό μέλος των Αμερικάνων που ήταν από τον πρώτο δίσκο στο πλευρό του αρχηγού. Επόμενο βήμα για τον Ghrol ήταν η αγορά ενός σπιτιού και η χρήση του υπογείου του ως στούντιο ηχογράφησης, του γνωστού πλέον στους  φίλους του συγκροτήματος 606. Κίνηση που μεταφράστηκε από τους ίδιους ως  ελευθερία κίνησης από τις οποιεσδήποτε πιέσεις που μπορούσε να τους ασκήσει η δισκογραφική τους εταιρία. Όλα αυτά τα στοιχεία και οι συνθήκες έπαιξαν βασικό ρόλο στο πως θα ηχούσε ο δίσκος.
            Οι κινήσεις αυτές του «επαναπατρισμού», ανασύνταξης και ρομαντισμού( ηχογραφήθηκε αναλογικά και όχι με pro tools) έχουν αποτυπωθεί στις 11 συνθέσεις του «Lose». Αν με ρωτούσε κάποιος πως θα χαρακτήριζα τον δίσκο αν είχα μόνο μία λέξη τότε αυτή η λέξη θα ήταν μελωδικός. Ακόμα και στα πιο «τσιτωμένα» εναρκτήρια τραγούδια, «stacked actors» και «breakout» η δύναμη της μελωδίας και τα καλοδουλεμένα ρεφρέν έκαναν την εμφάνιση τους σε τόσο μεγάλη κλίμακα για πρώτη φορά σε δουλεία των Αμερικάνων. Τα «σκαθάρια» φαίνεται ότι είναι η κύρια επιρροή του Ghrol σε αυτόν τον δίσκο καθώς ουδέποτε ο multiplayer των Foo Fighters δεν έκρυψε την αγάπη του για τους Βρετανούς θρύλους. Αποκορύφωμα όλων των συνθέσεων είναι δίχως δεύτερη σκέψη το «aurora», μελωδικά εύθραυστο  και ίσως λίγο μελαγχολικό είναι ένα από τα πιο εκφραστικά τραγούδια που έχει γράψει το συγκρότημα. Ο δίσκος αποτέλεσε στροφή στον ήχο που είχαν ως τότε αφού είχε μια πιο pop/alternative αύρα σε σχέση με τις 2 προηγούμενες δουλειές τους. Τους απέφερε το πρώτο Grammy για τον καλύτερο ροκ δίσκο της χρονιάς(αν αυτό έχει κάποια σημασία) και τους έκανες πλατινένιους σε αρκετές χώρες.
            Ζεστός και "χαλαρωτικός" σαν ένα ποτήρι καφέ μέσα στο χειμώνα, αυτός άλλωστε είναι και ο αγαπημένος δίσκος του Ghrol και δεν έχω να σχολιάσω τίποτα παραπάνω εγώ, καθώς αυτά είναι γούστα αφού ο καθένας έχει να πει και κάτι διαφορετικό για την δισκογραφία των Αμερικάνων. Μιας και οι Foo Fihters από το 1994 έως σήμερα είναι ένα συγκρότημα που δεν απογοήτευσε ποτέ τους φίλους του χαρίζοντας μόνο ποιοτικές δουλειές. Η βελόνα σταμάτησε…δεν πειράζει repeat!



Φροίξος Βικάτος

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

METALLICA- ST. ANGER(ΑΦΙΕΡΩΜΑ)


          …Βαθιά ανάσα…Ξεκινάς το αφιέρωμα-άποψη φίλε μου για το πιο πολυσυζητημένο δίσκο των Metallica( το μεγαλύτερο συγκρότημα στον πλανήτη άσχετε). Οι απόψεις πολλές, κάποιοι μίλησαν για τενεκέδες στο metal, μερικοί πιο ακραίοι το πέταξαν σε αυτούς μετά την πρώτη ακρόαση. Από την άλλη μεριά οι τελευταίοι «πιστοί» οπαδοί του Lars Urlich, για λίγα χρόνια μέχρι να πέσει η σκόνη της κυκλοφορίας του St. Anger έκανα λόγω για avant garde metal και επιστροφή στον ωμό ήχο του Kill EmAll. Η μόνη αδιαπραγμάτευτη αλήθεια είναι ότι οι Metallica «έμπασαν» στο heavy metal ακόμα μια γενιά οπαδών.
           Το τι συνέβαινε τότε στις τάξεις των Καλιφορνέζων απαντάται με λεπτομέρειες στο Some Kind Of Monster ντοκιμαντέρ που μας εισχωρεί στις ηχογραφήσεις του St. Anger.Περιεκτικά θα αναφέρω ότι τα αφεντικά(Hetfield-Urlich) τα είχα «σπάσει» δεν ήθελαν να βλέπουν ο ένας τον άλλο και ο Hammet για άλλη μια φορά ήταν σε ρόλο «πυροσβέστη». Η θέση του μπασίστα(η πιο πολύπαθη στους Metallica) ορφανή ξανά μετά την φυγή του Jason Newsted το Γενάρη του 2001 , καθώς όπως ο ίδιος ανέφερε όλα αυτά τα χρόνια στους Metallica είχε προκαλέσει φθορά στον εαυτό του! Τελικά το τετράχορδο θα κρατήσει για τις ηχογραφήσεις και μόνο μέχρι να προσληφθεί ο επιβλητικός πάνω στην σκηνή Robert Trujillo ο τότε παραγωγός τους Bob Rock. Στα Presidio Studios(ειδικά διαμορφωμένα μέσα σε παλιό στρατόπεδο) μπαινοβγαίνουν ένας αποτοξινωμένος Hetfield , παραγωγοί, υποψήφιοι μπασίστες και ψυχολόγοι που προσπαθούν να κρατήσουν τα κομμάτια ενωμένα. Το 2003 τελικά κυκλοφορεί ο δίσκος με κριτικούς και κοινό σε «τρικυμία». Χαρακτηριστικά θα αναφέρω τις εξής κριτικές: το βρετανικό NME δίνει 9/10 και το αμερικάνικο Pitchfork 0.8/10(ούτε το όνομα δηλαδή). Το St. Anger στιχουργικά ασχολείται με τους «δαίμονες» του Hetfield κάνοντας το δίσκο σε αυτό το στοιχείο ακόμα πιο προσωπικό και από το εξαιρετικό Load. Μουσικά επιστρέφουν σε πιο γρήγορες ταχύτητες και τραχύ ήχο επηρεασμένοι(;) όμως από την εποχή του nu-metal αποκηρύσσουν και οι ίδιοι τα solo με τον Hammet  να ακούει τα  εξ’ αμάξις. Βέβαια δεν άκουσε τίποτα σχέση με τα κατηγορώ που έπεφταν βροχή στον Lars για τον ήχο τον τυμπάνων, μετά την έμπνευση του για την snare-off  ηχογράφηση τους. Καλύτερα απ’ όλους πάντως περιγράφει τον δίσκο ο παραγωγός του Bob Rock λέγοντας πως «ηχεί σαν μια μπάντα που τζαμάρει στο γκαράζ, μόνο που αυτή η μπάντα είναι οι Metallica!
            Συμπερασματικά το St. Anger είναι σπουδαίο αλλά κυρίως αποτελεί τον τελευταίο γνήσιο δίσκο των Καλιφορνέζων. Σπουδαίος και κομβικής σημασίας για το ίδιο το συγκρότημα γιατί έδειξε να ξεπερνάει την πιο δύσκολη περίοδο του, ναι ακόμα και από εκείνη την περίοδο του Θανάτου του Cliff , δείχνοντας πως οι Metallica έχουν ακόμα σφυγμό. Και τίμιο γιατί αντικατοπτρίζει χωρίς φτιασιδώματα τους Metallica εκείνη την χρονική περίοδο, όντας «τέλειο» με τις πολλές του ατέλειες.



Φροίξος Βικάτος 

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

MONO- THE LAST DAWN/ RAYS OF DARKNESS( ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΣΚΟΥ)


        Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς και να παρουσιάσει την μουσική των MONO, καθώς αυτή αποτελεί κάτι βιωματικό και άκρως προσωπικό για τον κάθε ακροατή. Ο οποίος σε όλες τις κυκλοφορίες των γιαπωνέζων έχει την τύχη να ταξιδεύει σε μοναδικά μουσικά ηχοτόπια.
         Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Οι ΜΟΝΟ είναι μια instrumental rock μπάντα από το Τόκυο, που δισκογραφεί από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας και έχει κυκλοφορήσει κάποιους από τους πιο χαρακτηριστικούς post rock δίσκους. Αισίως με την φετινή τους διπλή κυκλοφορία θα φτάσουν τις οκτώ, μια άκρως τολμηρή κίνηση είναι η αλήθεια από ένα συγκρότημα όχι «μαζικής κατανάλωσης». Θα ξεκινήσω με το The Last Dawn που διαφοροποιείται σε σχέση με τους προκατόχους του. Για να μην παρεξηγηθώ όλα τα συστατικά που έχει αγαπήσει κάποιος στους Ιάπωνες είναι εδώ, όπως η έμφυτη μελαγχολία των μελωδιών, τα κλασικά μουσικά μέρη και τα noise/shoegaze κιθαριστικά ξεσπάσματα. Όλα εδώ με πιο μινιμαλιστική προσέγγιση σε σχέση με το πιο επικό και κορυφαίο τους ίσως Hymn To The Immortal Wind του 2009. Πολλούς αυτή η κίνηση θα τους ξενίσει γιατί μειώνεται ένα trademark στοιχείο του συγκροτήματος. Όσοι όμως επιμείνουν θα εκτιμήσουν  συνθέσεις σαν το «Kanata» με τις νότες του πιάνου να σου «αγγίζουν» από την πρώτη στιγμή την ψυχή κάνοντας έτσι την ακρόαση έντονα συναισθηματική.
         Και εκεί που έχεις γαληνέψει και ακολουθήσει τους MONO σε ονειρικούς ηχότοπους  έρχεται το δεύτερο μέρος να σε «ξυπνήσει» (;) με την πιο σκοτεινή, επιθετική και άμεση χροιά του. Το εναρκτήριο «Recoil, Ignite» από το Rays of Darkness αποτελεί το δικό μου αγαπημένο από αυτό το δίσκο καθώς μοιάζει στα αυτιά μου πολύ με σύνθεση του Clint Mansell από το The Fountain του Aronofsky . Όσο «κυλάει» το Rays γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι ο ακροατής οδηγείται πιο βαθιά στο σκοτάδι του, παρουσιάζοντας έτσι μια πτυχή της μουσικής τον Ιαπώνων που δεν είχαμε ακούσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ζοφερό «Surrender», με την σχεδόν doomy εισαγωγή του να με κάνει να το παραλληλίσω με το «Salowe Vision» των Γάλλων extreme/metallers  Deathspell Omega!
         Όπως έγραψα και στην αρχή είναι πολύ δύσκολο να γίνει μια αντικειμενική παρουσίαση για την μουσική των MONO, αφού αποτελούν ξεχωριστή εμπειρία για τον κάθε ακροατή. Όσο για την μουσική τους παραμένει μελαγχολική, ιδανική για τις μετακινήσεις σας με ακουστικά στον δρόμο ή για το «κλείσιμο» στο σπίτι τις βροχερές μέρες του χρόνου, ακόμα και στην πιο μινιμαλιστική έκδοση της.



Φροίξος Βικάτος                                                  8/10

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

FOO FIGHTERS- SONIC HIGHWAYS (ΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΣΚΟΥ)



Θυμάμαι ότι πριν από τρία χρόνια τέτοια εποχή καθώς έφτιαχνα τη λίστα μου με τους αγαπημένους μου δίσκους για το 2011 στην 1η θέση φιγουράριζε το Wasting Light των Foo Fighters. Τότε ο Dave Grohl και η παρέα είχαν καταφέρει να με εκπλήξουν με την φιλοδοξία τους ,αλλά και εν τέλει βάση αποτελέσματος, αφού εκτός από τις τυμπανοκρουσίες ( έγινε με τον παραγωγό του Nevermind των Nirvana και συμμετοχή του μπασίστα τους Novoselic σ ‘ ένα τραγούδι). Ο δίσκος είχε προσδώσει μια πιο heavy rock στροφή στον ήχο τους. Κάπου εκεί άφησα τους Αμερικάνους, καθώς πίστευα ότι δεν είχα και πολλά να περιμένω απ ‘ αυτούς. Να όμως που μέσα στη χρονιά ο Dave Grohl ανακοινώνει τα πλάνα του για τον νέο δίσκο και με κάνει να δαγκώνω τη γλώσσα μου που χρησιμοποίησα τη λέξη «φιλοδοξία» για τον προκάτοχο του Sonic Hightways, όπως και ονομάζεται ο νέος δίσκος. Οκτώ διαφορετικές πόλεις, οκτώ διαφορετικά στούντιο ηχογράφησης και οκτώ διαφορετικά τραγούδια. Ναι, μπορεί στη σημερινή εποχή της υπερκατανάλωσης του itunes και του fastforward τρόπου ζωής τα οκτώ τραγούδια να μοιάζουν λίγα. Αλλά για τους λίγους «ρομαντικούς» να θυμίζουν κατευθείαν την εποχή του βινυλίου. Τα ερωτήματα είναι δύο: Α) ο δίσκος άξιζε το buzz; Β) οι πολλοί καλεσμένοι και οι διαφορετικές επιρροές απ όλη την αμερικάνικη μουσική, δημιούργησαν πρόβλημα ταυτότητας στο Sonic Hightways; Ναι, άξιζε είναι η πρώτη απάντηση και με το παραπάνω, γιατί αν υπάρχει κάποιος που να είναι «μάστορας» στο να διαχειρίζεται το buzz που ο ίδιος έχει δημιουργήσει, αυτός είναι ο Dave Grohl σίγουρα. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, που είναι και το σημαντικότερο αφού έχει άμεση σχέση με το ποιοτικό αποτέλεσμα του δίσκου, οι Foos αποφεύγουν την τρικλοποδιά που πήγαν να βάλουν στον εαυτό τους, με όπλο τους την προσωπικότητα τους. Ναι ξέρω πολλοί θα πουν ότι το «something from nothing» είναι δανεισμένο από το «holy diver» του Dio, αλλά εγώ θα απαντήσω ότι η δομή του θυμίζει το «the pretender» των Foo Fighters. Το «feast and the famine» επίσης κάνει μια πολλή ωραία επιστροφή στον πιο punk ήχο του ντεμπούτου των Αμερικάνων. Το «in the clear» επιπλέον μετά την πιο Bruce Springsteen εισαγωγή του ακολουθείται από τα πιο χαρακτηριστικά Foo Fighters riff της περιόδου There is Nothing Left to Lose. Τέλος θ αναφερθώ και στο μελαγχολικά κινηματογραφικό κλείσιμο του « I am a river» που κλείνει γλυκά και μεγαλειωδώς το Sonic Hightways. Όπως έγραψα και πιο πάνω ο Dave Grohl είναι μεγάλος «μάστορας» και εδώ πέρα έχει χρησιμοποιήσει όλη του τη μαγεία καθώς ενώ με την πρώτη ακρόαση όλες οι συνθέσεις δείχνουν και είναι ξεχωριστές, στο τέλος όλες μέχρι και την τελευταία νότα είναι Foo Fighters. Αυτός είναι ο δίσκος της χρονιάς, γιατί υπενθυμίζει σε μας που ασχολούμαστε με τη μουσική βασικά πράγματα που ξεχνάμε στην καθημερινή μας αναζήτηση για το «next big thing», ότι τα καλύτερα πράγματα είναι τα πιο απλά και αυτά που αυθόρμητα μπαίνουν στο «repeat».



Φροίξος Βικάτος                                                       10/10

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

DEFTONES (ΑΦΙΕΡΩΜΑ μέρος 4ο) (β)

Το ενδιαφέρον για το διαδόχου του Diamond Eyes ήταν μεγάλο καθώς αυτός ο δίσκος αποθεώθηκε από κριτικούς και κοινό. Οι Καλιφορνέζοι όμως χαλαροί όπως πάντα-ο Stephen φαίνεται να έχει αδυναμία στο «χόρτο»- θα ηχογραφήσουν ξανά με παραγωγό τον Raskulinez καθώς ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει. Το Σεπτέμβρη του 2012 θα έχουμε μια πρώτη γεύση από το Koi No Yokan (κεραυνοβόλος έρωτας στα ιαπωνικά) όπως θα ονομάζεται ο επερχόμενος δίσκος τους. Η αλήθεια είναι ότι με την πρώτη ακρόαση του «leathers», έτρεχα να μαζέψω το σαγόνι μου από το πάτωμα. Ένα από τα καλύτερα alternative/metal τραγούδια όλων των εποχών(καλά διάβασες) και απόλυτα Defton-ικό! Η αναμονή ήταν μεγάλη που τελικά άξιζε και με το παραπάνω, καθώς ο «Κεραυνοβόλος  Έρωτας» τους μας έστειλε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Tα «leathers», «poltergeist», «tempest» και «rosemary» αποτελούν αδιαπραγμάτευτα διαμάντια αυτής της μουσικής και περιέχονται όλα στον ίδιο δίσκο που από τώρα θα πρέπει να θεωρείται κλασικός, αφού καταφέρνει να κοιτάζει στα «μάτια» το δικό τους White Pony. Καθώς εναρμονίζει τις Meshuggh-ικές  κιθάρες(που εδώ είναι πιο έντονες) με τα ambient , αιθέρια στοιχεία της μουσικής των αμερικάνων. Δυστυχώς –ή ευτυχώς- όμως , όπως και στην ζωή τα πράγματα δεν μπορούν να παραμείνουν ίδια. Τον Απρίλιο του 2013 το συγκρότημα θα χάσει οριστικά τον φίλο και αδερφό Chi Cheng και το «smile» από το ακυκλοφόρητο Eros θα αποτελέσει το αντίο τους σε αυτόν. Οι Deftones πλέον έχουν μπει στο στούντιο για το διάδοχο του  Koi No Yokan που πιθανότατα θα κυκλοφορήσει το καλοκαίρι του 2015. Εγώ μέχρι τότε θα ακούω αυτή τη «χρυσή» δισκογραφία που μας έχουν αφήσει σαν κληρονομιά.


Φροίξος Βικάτος

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

DEFTONES(ΑΦΙΕΡΩΜΑ μέρος 4ο) (α)

“Eros…when the coffin shakes”

    Μετά και την πολύπαθη κυκλοφορία του Saturday Night Wrist( κυρίως λόγω της δυσλειτουργίας τους ως συγκρότημα ) και οι πέντε τους μαζεύονται στα τέλη του 2007 και αποφασίζουν από κοινού ότι θέλουν να συνεχίσουν να γράφουν νέα μουσική και να παίζουνε μαζί. Κάπου στα μισά της ηχογράφησης του Eros( πήρε το όνομά του από ένα αστείο για τις γερμανικές ερωτικές ταινίες!) , το Μάιο του 2008 ο Chi(μπασίστας) καθώς γύριζε στο σπίτι του από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν ο αδερφός του, θα εμπλακεί σε ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα. Ο Chi Cheng από εκείνη την στιγμή θα πέσει σε κώμα και ταυτόχρονα το συγκρότημα θα μπει στο «πάγο» για αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα. Οι υπόλοιποι Deftones αποφασίζουν να αφήσουν στην άκρη το σχεδόν έτοιμο Eros, αλλάζουν παραγωγό και στην θέση του επί χρόνια συνεργάτη τους Tery Date προσλαμβάνουν τον Nck Rasckulinez( Foo Fighters, Alice in Chains) . Ηχογραφούν με τον μπασίστα τον Quicksand, Sergio Vega τον νέο εξολοκλήρου δίσκο τους, περιμένοντας τον φίλο τους να αναρώσει. To 2010 κυκλοφορεί προς ανακούφιση της μουσικόφιλης κοινότητας το Diamond Eyes,και φαντάζει πιο επίκαιρη από ποτέ η χιλιοειπωμένη φράση του Νίτσε « ότι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό». Οι Deftones εδώ πέρα παραμερίζουν τους πειραματισμούς του «Saturday», βάζουν στο μίγμα τους λίγο από Meshuggah στις κιθάρες( άκου το «youve seen the butcher»), παραμένουν ερωτικοί και νοσταλγικοί στα «sextape» και «beauty school» αντίστοιχα και μας κολλάνε στον τοίχο με τις alt/metal τραγουδάρες  «diamond eyes», «royal» και «rocket skates». Ούτε ο πιο αισιόδοξος οπαδός τους δεν θα περίμενε τέτοια επιστροφή από τους Αμερικάνους…μην βιάζεστε όμως γιατί το συγκρότημα έδωσε πολλά ακόμα! Τα λέμε στο β μέρος..



Φροίξος Βικάτος

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

MACHINE HEAD- KILLERS & KINGS(DEMO) (ΚΡΙΤΙΚΗ)


Οι Machine Head κυκλοφορούν σε λίγες μέρες τον 9ο δίσκο της καριέρας τους  με τίτλο Bloodstone & Diamonds και με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία του, ξανακούσαμε το demo του “Killers & Kings” που κυκλοφόρησε την περασμένη άνοιξη σαν πρόγευση αλλά και το πιο πρόσφατο singleNow We Die”.
      ToKillers & Kings” περιέχει δύο τραγούδια, το ομώνυμο και μια διασκευή στο “our darkest days/ bleeding του αμερικάνικου hardcore metal συγκροτήματος Ignite.Το “killers” από την πρώτη φορά που το άκουσα έως την τελευταία, μου προκάλεσε  το ίδιο ακριβώς συναίσθημα. Ότι είναι δηλαδή μια σύνθεση που φαίνεται ότι έχει ΞΕΜΕΙΝΕΙ( και το τονίζω αυτό) από τις ηχογραφήσεις του αριστουργηματικού  The Blackening και του πολύ καλού Unto The Locust. Δηλαδή πολύ καλή κιθαριστική δουλειά από το δίδυμο Flynn και Demmel  με thrash καταγωγή και groove-άτη νοοτροπία. Με τα παθιασμένα φωνητικά του πρώτου και το αψεγάδιαστο drumming του ικανότατου Dave McClain. Παρότι όλα αυτά δείχνουν ειδυλλιακά μιας και βρε  αδερφέ Machine Head ακούμε όχι Tool , μοιάζει να λείπει το πιο σημαντικό στοιχείο που δεν είναι άλλο από την έμπνευση. Κάτι που φαίνεται ακόμα περισσότερο στο 2ο τραγούδι το  “Now We Die” που  πατάει πάρα πολύ στις ενορχηστρώσεις του Locust. Η παραγωγή είναι εξαιρετική και επειδή δεν μπορούμε να κρίνουμε από 2 μόνο τραγούδια θα περιμένουμε με αγωνία το Bloodstone & Diamonds να κυκλοφορήσει ολόκληρο, καθώς οι αμερικάνοι τα τελευταία χρόνια μας έχουν κακομάθει και πρέπει να έχουμε απαιτήσεις από αυτούς και να μην βολευτούμε από τώρα με  ένα δικό τους “Death Magnetic”, γιατί είναι πολύ νωρίς για να «δικαιούνται» μια τέτοια κίνηση.



Φροίξος Βικάτος

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

METALHEAD (FILM)

Όχι λάθος καταλάβατε, δεν έγινα κριτικός κινηματογράφου-ούτε μουσικής είμαι άλλωστε- αλλά η αλήθεια είναι ότι το θέμα αυτής της Ισλανδικής ταινίας μου προσέλκυσε το ενδιαφέρον. Από το ιντριγκαδόρικο εξώφυλλο με την κοπέλα με το corpsepaint βάψιμο, η ταινία μου έδινε να καταλάβω ακόμα περισσότερα για το θέμα της και τον υφολογικό της χαρακτήρα. Θα κάνω μια προσπάθεια περισσότερο σχολιασμού της άποψης που εκφράζει η ταινία και λιγότερο μια παρουσίαση  από «τεχνικής» άποψης.
         Θα ξεκινήσω αναφέροντας λίγα όσα έχουν να κάνουν με το σενάριο της ταινίας. Η ιστορία εκτυλίσσεται  σε ένα αγροτικό χωριό της Ισλανδίας με πρωταγωνίστρια  Hela που σε μικρή ηλικία «σημαδεύεται» όταν βλέπει τον μεγάλο της αδερφό( φανατικός metalhead ) να σκοτώνεται μετά από εργατικό ατύχημα. H Hela μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον θλίψης με καταφύγιο της, την αγάπη της για την metal μουσική και το όνειρό της να γίνει rock star. Τα χρόνια περνούν και δεν μπορεί να αποχωριστεί το περιβάλλον που μεγάλωσε και η αγάπη της για τον αδερφό της την κρατάει πίσω. Με όλο και πιο αποκλείνουσα  συμπεριφορά , εναντιώνεται περισσότερο στα πρέπει και τα πιστεύω της μικρής τοπικής κοινωνίας αλλά και της οικογένειάς της. Το αποκορύφωμα θα έρθει όταν επηρεασμένη από το ξέσπασμα που( καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται στα μέσα της δεκαετίας του 90) συνέβη  στη Νορβηγία με το black metal κίνημα, θα οδηγηθεί και η ίδια σε ακραίες καταστάσεις. Μετανιωμένη καθώς είναι προσπαθεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με την κοινωνία και να «ωριμάσει» σύμφωνα με τα πρότυπα αυτής, αλλά η αγάπη της για την metal μουσική αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από ένα εφηβικό καπρίτσιο.
          Μέσα από αυτό το κοινωνικό δράμα κατέληξα στο συμπέρασμα πως παρουσιάζεται μόνο μια πτυχή όπως είναι φυσικό της μουσικής κουλτούρας που ακούει στο όνομα metal. Το θετικό είναι πως κάποιος προσεκτικός θεατής θα συμφωνήσει με αυτό που βλέπει. Για παράδειγμα η ταινία μας δείχνει ότι αρχικά η πρωταγωνίστρια από μικρή καταφεύγει στην metal μουσική επειδή ήταν η αγαπημένη μουσική του αδερφού της και όχι επειδή η κοινωνία θέλει να πιστεύει ότι αυτή η μουσική είναι για τους περιθωριακούς και προβληματικούς έφηβους. Πρέπει κάποιος να δώσει σημασία σε αυτή την λεπτομέρεια του σκηνοθέτη και να αποφύγει επιπόλαια γενικευμένα συμπεράσματα του τι εστί metal. Η άποψη μου αυτή επιβεβαιώνεται και από έναν ακόμα χαρακτήρα της ταινίας, τον καθολικό ιερέα που είναι και αυτός αθεράπευτος metalhead με πολύ χαρακτηριστική την σκηνή της αποκάλυψης του τατουάζ του στην πρωταγωνίστρια. Ακόμα σημαντική σκηνή που δείχνει ότι αυτή η μουσική κουλτούρα δεν αποτελεί μια εφηβική αρρώστια( μπορεί για τους τουρίστες προς αυτήν να αποτελεί μια) είναι αυτή του κλεισίματος της ταινίας γιατί ακόμα και όταν οι δυσκολίες έμοιαζαν για την Hela και την οικογένειά της να ανήκουν στο παρελθόν, αυτή έμεινε πιστή στην αγάπη της για το metal.
          Συμπερασματικά η ταινία είναι αρκετά καλή με περιθώρια για μεγάλη ανάλυση για θέματα όπως το Νορβηγικό black και τι σήμαινε για κάποιους αυτό το μουσικό και όχι μόνο κίνημα. Εγώ θα κρατήσω την προσεγμένη σε πολλά σημεία τοποθέτηση σκηνών που ανέφερα καθώς αποφεύγονται οι γενικεύσεις και τα λανθασμένα συμπεράσματα.



Φροίξος Βικάτος