Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Deafheaven - New Bermuda

                           Ήδη από το ντεμπούτο τους  το 2011, “Roads To Judah”, είχαν ξεχωρίσει σε ένα πιο underground ακροατήριο και για κάποιο σχεδόν ανεξήγητο λόγο με το καταπληκτικό δεύτερο τους “Sunbather” έρχεται η απρόσμενη αναγνώριση από ένα πιο ευρύ κοινό. Απρόσμενη αποδοχή γιατί η μουσική τους παρέμεινε αρκετά δύσκολη απρόσβατη από αυτό που μπορεί να ακούσει εύκολα ο μέσος ακροατής. Το buzz που δημιούργησαν με τις επικές δεκάλεπτες συνθέσεις του “Sunbather”, αλλά και η ομορφιά της αντίθεσης που προσφέρει η μουσική τους, η οποία συνδυάζει τις στιγμές χαοτικής έντασης εφάμιλλης του black metal, με στιγμές ηρεμίας και γαλήνης, σχεδόν pop έκφρασης. Τα φωνητικά κινούνταν πάντα σε black ή hardcore ύφος, γεγονός που με κάνει να σκέφτομαι ότι το κατόρθωμα τους να ακουστούν στο ευρύτερο κοινό είναι μεγάλο.
             Όπως είχα γράψει και παλιότερα από το blog, τους Αμερικάνους τους θεωρώ μεγάλη ελπίδα για τον ακραίο ήχο και αυτό γιατί  με το εξαιρετικό “Sunbather” έβλεπα τεράστιες δυνατότητες και υποσχέσεις που ευτυχώς με το φετινό “New Bermuda” επιβεβαιώνονται σε μεγάλο βαθμό. Πως όμως ξεπερνάς έναν από τους καλύτερους  δίσκους της δεκαετίας που διανύουμε, όπως το “Sunbather”. Η πρόκληση που είχαν μπροστά τους τα μέλη του συγκροτήματος ήταν μεγάλη και περισσότερο από όλους ο κιθαρίστας  Kerry McCoy. Το “New Bermuda” είναι ο πιο κρίσιμος δίσκος της καριέρας τους μέχρι στιγμής και αυτό γιατί καλούνται να αποδείξουν από την κατεύθυνση και μόνο που θα ακολουθήσουν στο νέο τους άλμπουμ, αν άξιζε η προσμονή ή ήταν ένα πυροτέχνημα.
       Η έξυπνη κίνηση εκ μέρους τους είναι η αρχική διαφοροποίηση του “New Bermuda”  σε σχέση με τον προκάτοχο του, που εντοπίζεται αμέσως στο ήχο των δύο άλμπουμ με το νέο τους πόνημα να έχει σαφέστατα πιο metal επίστρωση. Δεύτερη παρατήρηση και διαφορά ή εξέλιξη, όπως το βλέπω εγώ, είναι τα φωνητικά του George Clarke που είναι αμιγώς black πλέον, θυμίζοντας  κλασικό νορβηγικό black των 90s, είναι πολύ πιο έντονα και κοφτερά με έντονες αιχμές, χάνοντας το hardcore χαρακτήρα του παρελθόντος.  Στις κιθάρες τώρα υπάρχει η μεγαλύτερη εξέλιξη, με τον McCoy να έχει βελτιώσει την συνθετική του ικανότητα και  αποφεύγοντας σχεδόν εξ ολοκλήρου τις shoegaze παραμορφώσεις του “Sunbather”, προσθέτοντας riff που έχουν αναφορές σε πρώιμους Slayer και Metallica. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δύο εναρκτήριες συνθέσεις, “Brought To The Water” και “Luna”, με το πρώτο να είναι ίσως ότι πιο αμιγώς black metal έχουν γράψει. Οι συνθέσεις είναι μόλις 5 στον αριθμό αλλά δεν υπάρχουν ιντερλούδα και είναι όλες 9 λεπτές και άνω. Το νέο “Dream House” πρέπει να είναι το “Come Back”, καθώς η ισορροπία που υπάρχει ανάμεσα στις στιγμές καταιγιστικών riffs και γαλήνιων dream pop και alt rock μελωδιών είναι παρόμοιες. Η πιο διαφοροποιημένη σύνθεση είναι αυτή που κλείνει με επιτυχία έναν ακόμα εξαιρετικό δίσκο όπως φαίνεται για τους Deafheaven. Το “Gift For The Earth” μας δίνει πιο απελευθερωμένες κλασικές μελωδίες στην κιθάρα ενώ φυσικά υπάρχει και εδώ καταιγισμός στα τύμπανα από τον Daniel Tracy.
       Αυτό που πετυχαίνουν ακόμα μια φορά οι Deafheaven με το νέο τους άλμπουμ είναι να συνεπάρουν τον ακροατή σε έναν χείμαρρο συναισθημάτων που δημιουργούν η ένταση, η ταχύτητα το χαοτικό παίξιμο από τα τύμπανα και τις κιθάρες σε συνδυασμό με τις στιγμές ηρεμίας που λειτουργούν σαν κάθαρση μετά την καταιγίδα. Καλλιτεχνικά κλείνουν στόματα με την επιτυχημένη κίνηση να μην αναπαράγουν τον εαυτό τους με ένα “Sunbather part 2” καλύπτοντας  ξανά τις μουσικές μας ορέξεις με έναν δίσκο αντάξιο του. Ο χρόνος θα δείξει στην σύγκριση αυτών των δύο αριστουργημάτων πιο θα αγαπηθεί περισσότερο.


Φροίξος Βικάτος                                                         9/10

Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Slayer - Repentless

                             Η απώλεια του Jeff Hanneman το 2013 δεν είχε σοβαρό αντίκτυπο μόνο στην καριέρα των Slayer, αλλά ήταν εξίσου σοβαρό πλήγμα και για το σύνολο του σκληρού ήχου. Θέτοντας το πιο απλοποιημένα, ο Jeff ήταν υπεύθυνος για το 50% τουλάχιστον των συνθέσεων του συγκροτήματος και κυρίως ήταν αυτός που είχε γράψει όλα τα κλασικά όπως “Raining Blood”, “South Of Heaven”, ”Angel Of Death” κτλ. Οπότε το έργο του μοναδικού συνθέτη πλέον στους Slayer, Kerry King, ήταν εξ αρχής δύσκολο. Επίσης φυγή ενός original μέλους όπως του drummer Dave Lombardo, έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα για το συγκρότημα. Επιστροφή  για έναν παλιό γνώριμο λοιπόν πίσω από το drum kit, τον μοναδικό ίσως αντικαταστάτη του Lombardo, τον Paul Bostaph και οι εναπομείναντες Araya και King συνεχίζουν το γράψιμο για τον 11ο δίσκο της σπουδαίας αυτής καριέρας.
              Και λέω συνεχίζουν γιατί οι ηχογραφήσεις για το άτιτλο τότε άλμπουμ των Slayer είχαν ξεκινήσει από το 2011. Οι αλλαγές όμως έφεραν καθυστερήσεις, αλλά ο King ήταν πεισμωμένος ότι η κυκλοφορία του φετινού “Repentless”  θα συνέχιζε την παράδοση που θέλει τους Slayer να μην έχουν κυκλοφορήσει ποτέ κακό άλμπουμ. Η μουσική όμως των Αμερικάνων στηρίζονταν πάντα στην διπλή καθαριστική επίθεση, έτσι ο αντικαταστάτης του Jeff και κιθαρίστας των Exodus, Gary Holt, γίνεται μόνιμο μέλος του συγκροτήματος. To άλμπουμ τελικά είναι μια πραγματικά ευχάριστη έκπληξη δεδομένων των συνθηκών, συμπέρασμα που ο ακροατής μπορεί να βγάλει αμέσως, με μια μόνο ακρόαση. O King  δεν κατάφερε μόνο να διατηρήσει κάποια από τα trademark στοιχεία του συγκροτήματος, σε τραγούδια όπως το ομώνυμο και το “Take Control”, συνθέσεις που έχουν την ταχύτητα και την οργή που ζητάει από αυτούς ο ακροατής τους. Αλλά κατάφερε να επαναφέρει στοιχεία που  το συγκρότημα είχε να χρησιμοποιήσει καιρό. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς την punk-ιά που θυμίζει “Undisputed Attitude” του “You Against You” ή το groove και την αρρώστια που σέρνει μαζί του το “Pride In Prejudice”, που θυμίζει πολύ το “Gemini”. Ακόμα τα γνωστά από πιο πριν “Implode” και “When The Stillness Comes” τα έχουν ξαναδουλέψει σε σημεία, απλά στο δεύτερο η προσπάθεια για ένα νέο “Spill The Blood” δεν κρίνεται με μεγάλη επιτυχία. Ίσως σε κάτι τέτοιες στιγμές να λείψει και ο Hanneman και μόνο εκεί γιατί στα lead ο Holt γεμίζει το κενό χωρίς να κοπιάρει, έχοντας ο ίδιος τη δική του μεγάλη προσωπικότητα στο thrash. Όσο για εκείνους που θεωρούν τον Lombardo αναντικατάστατο και ότι ο Bostaph δεν είναι το ίδιο καλός στο double bass, ας ακούσουν την απάντηση του ιδίου στο “Cast The First Stone”. Το “Repentless” είναι κυρίως δημιούργημα του King και αυτό φαίνεται και από τις πιο μεσαίες ταχύτητες που υπάρχουν στο άλμπουμ και το αρκετά heavy riffing. Η βοήθεια όμως του Araya και στους στίχους αλλά και στις ερμηνείες είναι σημαντική. Οι ερμηνείες του που έχουν «εμποτιστεί» με το γρέζι που έχει φέρει και το πέρασμα των χρόνων.
         Συνοψίζοντας, για τον γράφοντα και δεδομένων των συνθηκών το “Repentless” είναι μια μεγάλη νίκη για τους Slayer και τον King. Όσοι σας λένε το αντίθετο δυστυχώς αυθυποβάλλονται, είναι ήδη προκατειλημμένοι ή δεν έχουν ακούσει στην τελική το άλμπουμ. Η επιτυχία του 11ου δίσκου των Slayer έγκειται στο γεγονός ότι το “Repentless”  είναι ένας πολύ καλός δίσκος, ακόμα και όταν έρθει η στιγμή να τον συγκρίνεις με την δισκογραφία του συγκροτήματος.


Φροίξος Βικάτος                                                            8/10

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Nile - What Should Not Be Unearthed

                      Οι Nile είναι η πιο αξιόπιστη death metal μπάντα, από τις λεγόμενες παλιοσειρές του είδους. Δεν έχουν κυκλοφορήσει ποτέ κακό δίσκο στην πολυετή καριέρα τους σε αντίθεση με τους συνοδοιπόρους τους και μέντορες τους, Morbid Angel, που βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Επίσης όλα αυτά τα χρόνια έχουν υιοθετήσει ένα εντελώς προσωπικό ύφος και μουσικό και στιχουργικό, που παρότι βρήκε πολλούς μιμητές, δεν βρήκε ποτέ συνοδοιπόρο. Κυρίαρχοι όντας λοιπόν οι Αμερικάνοι στο τεχνικό death metal και ενώ μας πρόσφεραν πάντα έστω και κάτι διαφορετικό με το νέο τους πόνημα αποφασίζουν να γράψουν μουσική για τους οπαδούς τους.
         Το “What Should Not Be Unearthed”  είναι καλλιτεχνικά ότι πιο ασφαλές μας έχουν σερβίρει οι Nile. Το άλμπουμ ξεκινάει με ανεβασμένες τις ταχύτητες στα τρία πρώτα τραγούδια που ενώ είναι αρτιότατα από θέμα εκτέλεσης, από θέμα σύνθεσης  όμως  ανήκουν σε ένα τυποποιημένο μουσικό πλαίσιο, που κυριαρχεί στο death metal σήμερα. Ευτυχώς έστω και καθυστερημένα το άλμπουμ ξεκινάει με το “In The Name Of Amun”, τραγούδι που περιέχει μπόλικη από την προσωπικότητα που έκανε ξεχωριστούς τους Nile από τον σωρό στο χώρο αυτό, με μπόλικα «εξωτικά», ανατολίτικα στοιχεία. Οι ταχύτητες κάπως πέφτουν στο ομώνυμο και στη συνέχεια έχουμε την κορυφαία σύνθεση του άλμπουμ, το “Evil to Cast Out Evil”. Σχεδόν Slayer-ικά τα lead στις κιθάρες από τους Κarl Sanders και Toler-Wade, που προσπαθούν να ακολουθήσουν τους τρελούς ρυθμούς του Kollia στα τύμπανα. Εννοείται πως σε ένα ακόμα δίσκο των Nile έχουμε μπόλικες στιγμές τεχνικής αποθέωσης, παρά το γεγονός πως σε αυτό το άλμπουμ επικεντρώθηκαν πιο πολύ στα riff σε σχέση με το προηγούμενο “Sethu..”. Ακόμα και η παραγωγή-μίξη του “What Should Not Be Unearthed” είναι ίσως η καλύτερη που έχει υπάρξει σε δίσκο τους. Αλλά παρότι η ποιότητα αναβαίνει στο άλμπουμ από την μέση και μετά και τα ανατολίτικα στοιχεία κάνουν πιο έντονη την παρουσία τους( Ushabti Reanimator ), υπάρχει έντονο το αίσθημα ότι κάτι λείπει στις συνθέσεις.
         Οι Nile δυστυχώς έκαναν κάποιες «εκπτώσεις» όσο αφορά το προσωπικό τους ύφος στο νέο τους πόνημα, χάνοντας κάποια στοιχεία του χαρακτήρα τους. Σίγουρα ούτε τώρα  αποτυγχάνουν και ο δίσκος απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί κακός, αλλά η ασφάλεια που βγάζει θα ικανοποιήσει σχεδόν και μόνο  αποκλειστικά τους οπαδούς του συγκροτήματος.


Φροίξος Βικάτος                                                                6/10

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2015

Slayer: The Paul Bostaph years(Αφιέρωμα)

                     Τους Slayer τους λατρεύω κακά τα ψέματα, και επειδή η συνεισφορά τους στη metal μουσική, ειδικά στον ακραίο ήχο είναι αδιαμφισβήτητη, έχοντας προσφέρει αρκετούς δίσκους που μπορούν να χαρακτηριστούν ακρογωνιαίοι λίθοι και σημεία αναφοράς για την εξέλιξη του ακραίου metal όπως τα “Hell Awaits” και”Reign In Blood”. Δεν θα ασχοληθώ όμως στο παρακάτω αφιέρωμα με την πιο γνωστή περίοδο του συγκροτήματος και τους κλασικούς δίσκους που κυκλοφόρησαν στα 80’s, αλλά με την περίοδο που ακολούθησε την πρώτη φυγή του αρχικού τους drummer Dave Lombardo και τον ερχομό του Paul Bostaph από τους techichal thrashers Forbidden. Φυσικά ένας λόγος παραπάνω για το συγκεκριμένο αφιέρωμα, είναι η επιστροφή του Paul το 2013 πίσω από το drum kit των «Σφαγέων», μετά και την νέα φυγή του Dave Lombardo. Η ανακοίνωση της επιστροφής του, ειδικά μετά τον χαμό του κιθαρίστα Jeff Hanneman έκλεισε κάπως τις πληγές γιατί o Paul δεν πρέπει να θεωρείται ένας drummer ρολίστας για τους καλιφορνέζους ειδικά από την στιγμή που έχει ηχογραφήσει μαζί τους τέσσερα άλμπουμ. Ας δούμε αυτό το χρονικό των Slayer μαζί του.

1992:O Dave Lombardo φεύγει μετά το πέρας της τεράστιας περιοδείας για την προώθηση τότε του “Season In The Abyss” . Οι Slayer ψάχνουν μανιωδώς κάποιον που να μπορεί να «γεμίσει τα παπούτσια του» και μέσα στα πολλά tapes που είχαν στα χέρια τους οι Καλιφορνέζοι για την θέση του drummer, ο τεχνικός της κιθάρας του Kerry King θα τους προτείνει τον νεαρό τότε Paul. Μετά από αρκετές πρόβες με το συγκρότημα, ο Paul κερδίζει την θέση του drummer στους Slayer.

1994:Οι Slayer κυκλοφορούν το “Divine Intervention” με τέσσερα χρόνια διαφορά από το προηγούμενο τους άλμπουμ. Που μέχρι και το φετινό Repentless, αυτό ήταν και το μεγαλύτερο κενό ανάμεσα σε δύο δίσκους τους. Το άλμπουμ εμπορικά ήταν το πιο πετυχημένο της μέχρι τότε πορείας τους, αλλά καλλιτεχνικά φάνηκαν τα πρώτα σημάδια κόπωσης. Το “Divine..” είναι ο λιγότερο αγαπημένος δίσκος του ίδιου του Paul, αν και η απόδοση του ιδίου είναι εξαιρετική, δίνοντας απάντηση στους επικριτές του. Με το καλημέρα στο άλμπουμ και το “Killing Fields”, μάλλον σκόπιμα και οι υπόλοιποι των αφήνουν να «γεμίζει» στα τύμπανα σαν μανιακός, κάνοντας έτσι παράλληλα και μια δήλωση. Το άλμπουμ καθεαυτό, έχει την χειρότερη παραγωγή που έχουμε ακούσει μετά τα δύο πρώτα άλμπουμ τους τα οποία όμως δεν είχαν το μπατζετ  αυτού. Συνθετικά είναι το πιο τεχνικό και progressive για τα δεδομένα τους πόνημα, που ξεκίνησε παράλληλα και ένα over the top τρόπο έκφρασης στα φωνητικά του Tom Araya.

1996:Undisputed Attitude, δηλαδή ο πιο αδικημένος τους δίσκος. Ως ένα σημείο και εγώ το είχα λίγο στη μπούκα αυτό το άλμπουμ, punk διασκευών ως επί το πλείστων, γιατί πολύ απλά έπεφτα στην παγίδα να το συγκρίνω με το αντίστοιχο, υπέροχο, “Garage Inc” των Metallica. Και όταν λέμε punk διασκευές, δεν εννοούμε σε τραγούδια συγκροτημάτων όπως οι  The Clash και οι Sex Pistols. Αλλά σε underground punk ή από την Αμερικάνικη σκηνή του hardcore punk της δεκαετίας του 80. Συγκροτήματα όπως οι Verbal Abuse,Minor Threat, Dr Know αλλά και οι πολύ πιο γνωστοί The Stooges του Iggy Pop διασκευάστηκαν από τους Slayer στο δίσκο. ToUndisputed Attitude” περιέχει και μία καινούργια σύνθεση, το  “Gemini”.  Αρκετά διαφοροποιημένο  σε σχέση με αυτά που μας είχαν παρουσιάσει οι Slayer στο παρελθόν, γεγονός που έδειχνε ότι στα 90΄s κανείς δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστος και ανέγγιχτος από το κλίμα των αλλαγών που έφερνε η εποχή. Ο δεύτερος τους δίσκος με τον Paul Bostaph μπορεί να μην ήταν «κανονική» κυκλοφορία, όμως αξίζει να τον ακούσετε γιατί έχει αυτό το ζωντανό αίσθημα της punk μουσικής και έναν Tom Araya που ερμηνευτικά  είναι ο καλύτερος του δίσκος μαζί με το “South Of Heaven”. Και ο ίδιος άλλωστε έχει παραδεχθεί σε συνέντευξη του ότι το “Undisputed Attitude” είναι το αγαπημένο του άλμπουμ. Μετά την ηχογράφηση του ο Paul Bostaph αποχώρησε από το συγκρότημα για να ασχοληθεί με δικά του project, για να επιστρέψει ένα χρόνο μετά. Στο ενδιάμεσο την θέση του είχε αναλάβει ο John Dette.

1998: Κοντεύουμε στο millennium και το nu metal βρίσκεται σε έξαρση, κατακλύζοντας μέχρι και το mainstream κοινό. Τα περισσότερα γκρουπ που μεγαλούργησαν στα 80’s έχουν εξαφανιστεί μετά και το δεύτερο οστικό κύμα( το πρώτο ήρθε μετά την έκρηξη της σκηνής του Seattle στις αρχές τις δεκαετίας). Οι Slayer όμως ήταν ακόμα εκεί γιατί το μουσικό τους εκτόπισμα δεν λύγιζε με μόδες. Επιστροφή στην κονσόλα για τον χρόνια συνεργάτη τους Rick Rubin, με αποτέλεσμα τον καλύτερο ήχο σε δίσκο των «Σφαγέων» μέχρι σήμερα. Η μουσική στο “Diabolus In Musica”  είναι-σχεδόν- αποκλειστικά γραμμένη από τον Jeff Hanneman καθώς ο King υπογράφει μόλις σε μία σύνθεση, το “In The Name Of God”, από τις έντεκα του άλμπουμ. O ίδιος σε μετέπειτα συνεντεύξεις του είχε δηλώσει απογοητευμένος με την τότε κατάσταση σ τη μουσική βιομηχανία. Μουσικά υπάρχει στο “Diabolus…” αρκετό groove, μέχρι και το μπάσο του Araya ακούγεται σε σημεία και κυριαρχούν οι μεσαίες ταχύτητες αφού οι Slayer υιοθέτησαν στοιχεία της εποχής πάντα μέσα από το δικό τους πιο άρρωστο και σκοτεινό πρίσμα. Η μεγάλη μερίδα οπαδών τους το θεωρεί το πιο αδύναμο τους άλμπουμ, γεγονός που ξεχνάω άμεσα όταν ακούω τα “Bitter Peace” και “Deaths Head”.

2001: “pessimist, terrorist targeting the next mark…Global chaos feeding on hysteria” Αυτοί οι στίχοι του “Disciple” από το “God Hate Us All”, ήταν πιο προφητικοί και επίκαιροι από ποτέ όταν κυκλοφόρησαν στις 11/9/01. Ημερομηνία που άλλαξε ο κόσμος μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων. Οι Slayer με την είσοδο στη νέα χιλιετία έδειχναν ακμαίοι και εξαιρετικά επικίνδυνοι με έναν δίσκο τρομερής έντασης όπως το ”God Hates Us All” κάνοντας πολλούς να το ονομάσουν “Reign In Blood pt2” . Στιχουργικά ασχολούνται με περισσότερο κοινωνικά ζητήματα πέρα από τα κλασικά όπως  οργανωμένη θρησκεία, μίσος κτλ. Συνθετικά ο King επιστρέφει με περισσότερες ιδέες, αλλά ο δίσκος χωλαίνει στα μεγάλα ρεφρέν και τις τραβηγμένες ερμηνείες του Araya. Τo Disciple” τους χάρισε το πρώτο τους Grammy και μέχρι και σήμερα θεωρείτε ένα από τα καλύτερα τους τραγούδια. Μετά την ηχογράφηση και την κυκλοφορία του άλμπουμ ο Paul Bostaph αποχώρησε, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την επιστροφή του «άσωτου» Dave Lombardo.

           Αυτά τα τέσσερα άλμπουμ με τον Paul στη θέση του drummer  έγιναν με το συγκρότημα να διανύει την πιο πειραματική του περίοδο και έτσι πολύς κόσμος να κατηγορεί τον Paul αδίκως γι’ αυτό. Αντίθετα κάποιος άλλος μπορεί να ισχυριστεί  ότι ο Paul σε λιγότερα χρόνια έχει καταφέρει να έχει το όνομα του σε credits τραγουδιών των Slayer( Divine Intervention, Wicked) ενώ ο Dave όχι. Όπως και να χει αυτές είναι κουβέντες που μας αρέσει να κάνουμε, το θέμα είναι πως καλό θα ήταν πλέον να ακούσει κανείς και τους πιο διαφορετικούς Slayer αυτών των τεσσάρων δίσκων από το να ακούσει ξανά για νιοστή φορά το “Reign In Blood”.

Φροίξος Βικάτος


Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Kadavar - Berlin

                     Το vintage/occult rock την τελευταία δεκαετία βρίσκεται σε πλήρη άνθιση, με τα συγκροτήματα  που φοράνε καμπάνες ή βάφονται με τους σταυρούς ανάποδα να έχουν κατακλίσει τον χώρο. Οι Γερμανοί Kadavar ανήκουν στην πρώτη κατηγορία και με το τρίτο τους πόνημα που φέρει τον τίτλο της πόλης που ζουν(Berlin), να δείχνουν τουλάχιστον στα δικά μου μάτια ότι ποιοτικά, ανήκουν σε ένα άτυπο “big 4” του ήχου, μαζί με Graveyard, Witchcraft και τους πιο φρέσκους Blues Pills.
            Όλα τα προαναφερθέντα συγκροτήματα εννοείται πως έχουν τον δικό τους προσωπικό ήχο, απλά στο βασικό μίγμα των Led Zeppelin & Black Sabbath, άλλος θα προσθέσει Pentagram, άλλος Janis Joplin και άλλος τους Jeronimo. Στο Berlin οι Kadavar παίρνουν μικρές αποστάσεις σε σχέση με τους προηγούμενους δύο δίσκους τους. Οι κιθάρες του Lupus Lindenman μπαίνουν ακόμα πιο μπροστά στην τελική μίξη μαζί με τα φωνητικά του που έχουν εξελιχθεί σημαντικά. Η ερμηνεία του στο “Thousand Miles Away From Home” είναι χαρακτηριστική στο πως έχει βελτιώσει την τεχνική του. Τo άλμπουμ είναι γεμάτο από εξαιρετικά riff, άλλοτε πιο χορευτικά όπως το εναρκτήριο “Lord Of The Sky”, άλλοτε πιο heavy και κοφτά, “Circle In My Mind”. Το “The Old Man” μπορεί εύκολα να γίνει το single «πολιορκητικός κριός» του άλμπουμ, αλλά το τραγούδι που ξεχωρίζει σαν την μύγα μέσα στο γάλα στο Berlin, είναι το “See The World With Your Own Eyes”. Η πιο alternative σύνθεση του δίσκου που ίσως προμηνύει την μελλοντική κατεύθυνση των Βερολινέζων. Σαν bonus track έχουμε την διασκευή σε ένα σχετικά άγνωστο τραγούδι,”Reich Der Traume” ,της πολύ διάσημης Γερμανίδας μουσικού Nico , που οι περισσότεροι την γνωρίζουμε από το ντεμπούτο των Velvet Underground. Ίσως σε κάποιους φανεί κουραστικό το γεγονός ότι μέσα στα τραγούδια τα riff επαναλαμβάνονται, χαρακτηριστικό του kraut rock, αλλά οι πιο προσεκτικοί ακροατές θα δουν ότι υπάρχει μπόλικη λεπτομέρεια σε όλες τις συνθέσεις, ειδικά στις «γέφυρες» αυτών.
       Εν κατακλείδι, το Berlin είναι ένας δίσκος φτιαγμένος για repeat, αρκετά ζεστός και έντονος, γεγονός που του το προσδίδει η παραγωγή. Η οποία είναι αρκετά «ζωντανή» κάνοντας σε να βιώνεις τους έντονους ρυθμούς και την μαγεία που προφανώς θα έχει μια σύγχρονη  μεγαλούπολη όπως το Βερολίνο. Οι Γερμανοί αποδεικνύουν ότι έχουν παράδοση στο rock και οι Kadavar είναι οι συνεχιστές αυτής .


Φροίξος Βικάτος                                                8/10 

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2015

Iron Maiden - The Book Of Souls

                           Iron Maiden και heavy metal , δύο έννοιες συνυφασμένες και απόλυτα άρρηκτες μεταξύ τους, σου αρέσει δεν σου αρέσει το συγκρότημα, πρέπει να ξέρεις ότι εδώ μιλάμε για ζωντανή ιστορία. Σίγουρα υπάρχουν -πολλοί-μεγαλύτεροι  οπαδοί της «Σιδηράς Κυρίας» εκεί έξω από τον γράφοντα και είχα την διάθεση να κριτικάρω έντονα το νέο άλμπουμ, μετά την  απογοήτευση του πρώτου single Speed of Light”, αλλά οι Βρετανοί στην νέα τους δουλειά δεν ήταν καθόλου φειδωλοί δίνοντας μας 92 λεπτά μουσικής παρακαλώ. Τα ρίσκα όμως είναι για αυτούς που δεν έχουν να χάσουν τίποτα και η αλήθεια είναι πως οι Iron Maiden στο 16ο άλμπουμ τους, δεν έχουν να χάσουν απολύτως τίποτα.
           Τα πέντε χρόνια που μεσολάβησαν από το The Final Frontier, μέχρι το φετινό The Book Of Souls είναι το μεγαλύτερο χρονικά διάστημα μεταξύ δύο δίσκων για το συγκρότημα. Τα ερωτήματα που δημιούργησε το πρόβλημα υγείας που είχε o Bruce Dickinson, ξεπεράστηκαν με το εναρκτήριο τραγούδι του άλμπουμ, “If Eternity Should Fail”. Δική του σύνθεση που ξεκινάει με ένα περίεργο intro σχεδόν σαν αυτό του “Satellite 15…The Final Frontier”, που ευτυχώς όμως σύντομα τα φωνητικά του Bruce την παίρνουν πάνω τους, ένα δυνατό ρεφρέν και ήδη έχουμε μια αξιομνημόνευτη σύνθεση. Η συνεχεία δυστυχώς μας δίνει δύο από τις πιο αδύναμες στιγμές του Book Of Souls, “Speed of Light” ή αλλιώς  “El Dorado pt2” και το “The Great Unknown” που θα μπορούσε να ήταν περισσότερο κάποιο ξεχασμένο b-side του A Matter Of Life And Death παρά του Piece Of Mind που φαντάζομαι θα ήθελε το συγκρότημα να είναι. Ευτυχώς η συνέχεια της ακρόασης μας επιφυλάσσει το πρώτο μεγάλο τραγούδι, από όλες τις απόψεις. Στα δεκατρία λεπτά του “The Red And The Black” ο αρχηγός Harris παίρνει το όπλο του(μπάσο του) και ειδικά με του καλπασμούς του από το 7 λεπτό και μετά επαναφέρει τα συναισθήματα του κλασικού Powerslave. Στο τέλος του πρώτου μέρους αυτής της διπλής δουλειάς ,οι Maiden δοκιμάζουν πετυχημένα νέους ρυθμούς, πιο σκοτεινούς ίσως ειδικά στο ομώνυμο τραγούδι. Το πρόσημο κλίνει θετικά για το πρώτο μέρος, το The Final Frontier έχει ξεπεραστεί ήδη.
              Οι Iron Maiden συνεχίζουν την βουτιά στο παρελθόν τους και πιο συγκεκριμένα το παρακάνουν με την εισαγωγή του “Shadows Of The Valley”, το οποίο είναι αντιγραφή του κλασικού τους τραγουδιού,”Wasted Years”. Δεν μας ενοχλεί καθόλου γιατί μιλάμε για ένα από τα πιο διασκεδαστικά τραγούδια του άλμπουμ. Ξανά νεοτερισμοί από το συγκρότημα στο “Death Or Glory” και πιο μεσαίες ταχύτητες στο “Tears Of The Clown” που καταπιάνεται στιχουργικά με το θέμα της κατάθλιψης. Βουτιά από ποιοτικής άποψης στην μόνη σύνθεση που μετέχει ο Murray, “The Man Of Sorrows”, η μπαλάντα του δίσκου που θα μπορούσε να βρίσκεται και σε κάποια από τις προσωπικές δουλειές του Dickinson, δυστυχώς δεν προσφέρει κάτι στην ήδη μεγάλη διάρκεια του άλμπουμ. Επίλογος με το 18 λεπτό “Empire Of The Clouds”. Το μεγαλείο και η επίδειξη της μεγαλομανίας του συγκροτήματος, ξεπερνάει κάθε προηγούμενο σε αυτή την επική σύνθεση που υπογράφει μόνο ο Dickinson! Τα πάντα σε 18 λεπτά, εισαγωγή με πιάνο και έγχορδα, μεγάλα ρεφρέν και ερμηνείες από τον Bruce, αλλαγή και κάπου στη μέση καλπασμός, δισολίες και μελωδίες που προσπαθούν να επιβληθούν  η μία στην άλλη και ξανά από την αρχή μέχρι το outro. Ο Dickinson έχει ισχυρή προσωπικότητα και κάποια στιγμή θα μας έδινε το δικό του έπος.
         Συνεπώς και στα 2 cd το πρόσημο κλείνει θετικά. Εντύπωση και στα 92 λεπτά μου έκανε η απόδοση του Bruce, που δείχνει ακόμα ότι ο χρόνος δεν έχει αγγίξει τις ερμηνείες του. Όμως H διάρκεια του άλμπουμ μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα και να κουράσει. Με τις ακροάσεις το The Book Of Souls γίνεται καλύτερο και με σιγουριά θα έλεγα ότι τοποθετείται ανάμεσα στο Dance Of Death και το A Matter Of Life And Death. Σίγουρα μιλάνε για τον πιο ώριμο δίσκο της καριέρας τον Iron Maiden, που μπορούν και παντρεύουν πλέον τις δύο περιόδους τους συγκροτήματος στην μουσική τους.


Φροίξος  Βικάτος                                                             7.5/10

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Motorhead - Bad Magic

                          Το καλύτερο αντικαταθλιπτικό στην ρουτίνα της καθημερινότητας ενός οπαδού του heavy metal, θα είναι πάντα οι Motorhead. Το θρυλικό αυτό συγκρότημα που μπορεί να μην έπαιξε ποτέ αμιγώς heavy metal, αλλά το «βρώμικο» και θορυβώδες rock nroll που έπαιζε πάντα ο Lemmy και οι εκάστοτε συνοδοιπόροι του, ήταν ανέκαθεν διασκεδαστικό και εξίσου τρομακτικό για τον οπαδό του σκληρού ήχου. Ο ηγέτης των Motorhead την έχει ζήσει την ζωή στα άκρα, με αποτέλεσμα στα 70 του πλέον χρόνια, να γεννάται για πρώτη φορά και στον 22ο δίσκο της καριέρας του συγκροτήματος, το ερώτημα, κατά πόσο αξιόπιστοι-στουντιακά τουλάχιστον- παραμένουν οι Motorhead.
         Μουσικά εννοείται πως όποιος έχει την παραμικρή επαφή με το συγκρότημα ξέρει τι τον περιμένει με τον εκάστοτε δίσκο τον Motorhead και φυσικά το Bad Magic δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Το μεγάλο ζήτημα ήταν κατά πόσο η απόδοση του Lemmy θα ήταν ικανοποιητική μετά τα πολλά προβλήματα υγείας που του παρουσιάστηκαν τα τελευταία χρόνια. Ο ακροατής από τα πρώτα δευτερόλεπτα του “Victory Or Die”, όταν και βροντοφωνάζει την φράση ο Lemmy καταλαβαίνει ότι το Bad Magic αποτελεί δήλωση του συγκροτήματος πως είναι πάλι εδώ για να μας δείξει πως γίνεται. Όλα τα trademarks του συγκροτήματος δηλώνουν δυνατά το παρών. Τραγούδια με το κλασικό attitude του γκρούπ όπως τα ,”Victory Or Die”, Thunder & Lighting”, “Fire Storm Hotel”, επίσης η πιο σκοτεινή σύνθεση στην λογική του Orgasmatron, το “Chocking On Your Screams”, στο οποίο είναι εντυπωσιακό να ακούς τον Lemmy στα 70 του πλέον, να τραγουδά με πιο «λασπώδη» φωνητικά. Ακόμα στο “The Devil” έχουμε guest solo από τον πολύ Brian May των Queen και το “Till The End” είναι η blues μπαλάντα του άλμπουμ, με αναφορά στην κατάσταση υγείας του Lemmy, ένα  έντονα συναισθηματικό τραγούδι. Όπως και η διασκευή που υπάρχει μέσα στο άλμπουμ, το “Sympathy For The Devil” των Rolling Stones, εξαιρετικό και αρκετά προφητικό για την κατάσταση του αρχηγού των Motorhead. Πρέπει να αναφερθώ και στους συνήθως αφανείς ήρωες όταν έχουμε να κάνουμε με τους Motorhead. Mikkey  Dee(drums) και  Philip Campbell(guitars) δίνουν για ακόμη μια φορά τον καλύτερο τους εαυτό όντας από τους καλύτερους στο είδος τους. Το άλμπουμ μουσικά έχει μικρότερη ποικιλία από τον προκάτοχο του(Aftershock) και υστερεί ένα κλικ σε ποιότητα από το “The World Is Yours”, αλλά βρίσκει το συγκρότημα από το “Inferno” και έπειτα σε εξαιρετική και αξιοζήλευτη φόρμα, συνεχίζοντας έτσι  το σερί των πολύ καλών δίσκων.
         Το ωραιότερο με αυτό το σερί φυσικά και συνεπώς με κάθε νέο άλμπουμ των Motorhead είναι ότι μπορείς μετά από κάθε ακρόαση να βάλεις τα «παλιά», κλασικά άλμπουμ τους όπως “Overkill” , “Ace of Spades”, “Orgasmatron” κτλ. και να δεις την μεγάλη νίκη του συγκροτήματος ενάντια στον χρόνο. Είναι θαυμάσιο πραγματικά ότι οι Motorhead στον 22ο δίσκο τους παραμένουν αξιόπιστοι και άφθαρτοι.


 Φροίξος  Βικάτος                                                           7/10

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Disturbed - Immortalized

                        Τέρμα το διάλειμμα τα κεφάλια μέσα… που λέει και ένα γνωστό τραγούδι . Από το 2010 και το μετριότατο Asylum, είχαν να μας παρουσιάσουν κάτι καινούργιο οι Αμερικάνοι Disturbed. Και αφού στο πέρας της συγκεκριμένης περιοδείας τα μέλη του γκρούπ είχαν ανακοινώσει πως θα πάρουν τον χρόνο τους μακριά από το συγκρότημα, για αδιευκρίνιστο χρονικό διάστημα. Οι πραγματικά πολλοί fans των Disturbed μπορούν να ηρεμίσουν γιατί το αγαπημένο τους συγκρότημα φέτος επέστρεψε με ένα άλμπουμ καλύτερο του προκατόχου του. Αυτό από μόνο του όμως αρκεί για να κάνει το Immortalized αξιομνημόνευτο και πέρα από το fan base των Αμερικάνων;
          Ας πάρουμε λίγο τα πράγματα από την αρχή ώστε να δούμε όσο πιο αντικειμενικά γίνεται την περίπτωση των Αμερικάνων. Με το ντεμπούτο τους  το 2000,The Sickness, κατάφεραν να ξεπηδήσουν με το ασταμάτητο τότε τρένο του nu metal/alternative ήχου. Συνέχισαν πολύ έξυπνα παίρνοντας το groove των Pantera, εκ  μοντερνίζοντας  κατά κάποιο τρόπο τον heavy ήχο με minimal, απλούς ρυθμούς, ογκώδη ήχο και τα κολλητικά ρεφρέν  του Draiman. Ενώ οι περισσότεροι συνοδοιπόροι τους πλέον έχουν χάσει το status τους, οι Disturbed παραμένουν εμπορικά δυνατοί κατακτώντας την μία κορυφή μετά την άλλη στα charts. H μουσική όμως δεν είναι τα charts και το μουσικό σύνολο του καινούργιου τους πονήματος Immortalized χωλαίνει σε αρκετά σημεία.  Σίγουρα το άλμπουμ ξεκινάει εντυπωσιακά με το ένα hit να διαδέχεται το άλλο. Δυνατός ήχος, κοφτές κιθάρες στίχοι σλόγκαν από τον μάστορα του είδους David Draiman στα “The Vengeful One”, “Open Your  Eyes” και το ομώνυμο τραγούδι. Το άλμπουμ κρατάει αυτό τον ρυθμό σε όλη του την διάρκεια με άλλοτε πιο σκοτεινό ύφος “Who” και άλλοτε πιο ανάλαφρο μοντέρνο alt/rock  The Light”.  Το Immortalized στο σύνολο του είναι η αλήθεια ότι θα μπορούσε να παιχτεί ραδιοφωνικά εξ ολοκλήρου  όπως και η μουσική των Disturbed που γενικότερα αυτό εξυπηρετεί. Δεν έχω κάποιοι πρόβλημα τόσο με αυτό όσο με την κίνηση του συγκροτήματος να μην εκμεταλλευτεί τον χρόνο που πήρε ώστε να ρισκάρει λίγο συνθετικά και να εκπλήξει τους οπαδούς του. Σε αντίθεση αυτού μας παρουσιάζει ίσως και την χειρότερη σύνθεση που έχουν γράψει ποτέ οι Disturbed, το “Fire It UP”. Με τους παιδικούς στίχους “I like to fire it up and it feels so right”. Οξύμωρο αλλά αμέσως μετά ακολουθεί η πολύ όμορφη διασκευή στο κλασικό τραγούδι των  Simon & Garfunkel, “Sound Of Silence”.
             Συνοψίζοντας η επιστροφή των Disturbed θα κριθεί επιτυχημένη από τους οπαδούς γιατί τους  δίνουν πραγματικά μεγάλα hit για άλλη μια φορά με το Immortalized. Υπάρχει όμως και το αντίβαρο της μη εξέλιξης και του καλλιτεχνικού “ξεχειλώματος” μιας πατέντας, που από το Indestructible και μετά είναι επαναλαμβανόμενη. Επειδή όμως το άλμπουμ δεν  κουράζει και σε πολλές στιγμές δίνει στον ακροατή αυτό που πρέπει και είναι, ζητούμενο από ένα άλμπουμ των Disturbed, την διασκέδαση,  το Immortalized περνάει την μετριότητα.


Φροίξος Βικάτος                                                              6/10