Πέμπτη 27 Αυγούστου 2015

Iron Maiden "Η ώρα της νοσταλγίας"

                        Έφτασε ξανά εκείνη η ώρα που ο τύπος μεταλλά ,« μόνο Maiden ρε», θα πάρει την εκδίκηση του. Για να λέμε και του στραβού το δίκιο όμως, μόνο τα δύο μεγαθήρια του heavy metal, μπορούν ακόμα να συσπειρώσουν, σύσσωμο το ενδιαφέρον του μεταλλικού κόσμου. Φυσικά από τα δύο αυτά μεγαθήρια, το ένα αντιμετωπίζεται ακόμα ως «Ιερή αγελάδα», από τους οπαδούς αυτής της μουσικής, θέμα το οποίο δεν πρόκειται να αναλύσω στο παρών κείμενο.
                  Είναι λογικό κάθε νέος δίσκος των Iron Maiden να προκαλεί έντονη νοσταλγία σε μεγάλη μερίδα του «χεβιμεταλικού» κοινού. Κυρίως στην κατηγορία των παλιομεταλλάδων(από ηλικιακής άποψης πάντα), οι οποίοι θα μας πρήξουν τις επόμενες μέρες για τον δίσκο της χρονιάς που έπεται. Και όσο καλό και να είναι το “Book of Souls”,κακά τα ψέματα το metal τα τελευταία χρόνια ζει «υπόγεια». Βέβαια κατανοώ τον παροξυσμό ειδικά από ανθρώπους που έζησαν την χρυσή εποχή των Βρετανών ,την δεκαετία του 80. Τότε που κυκλοφορήσαν μερικά άλμπουμ που αποτελούν μέχρι και σήμερα ακρογωνιαίους λίθους για το metal, όπως τα “Iron Maiden”, Number Of The Beast”, “Powerslave”  και “Seventh Son Of A Seventh Son”. Η αλήθεια είναι πως την δεκαετία που ακολούθησε, με εξαίρεση το μέτριο σε σχέση με ότι είχε προηγηθεί, “Fear Of The Dark”, οι Βρετανοί βάλτωσαν καλλιτεχνικά μετά την φυγή του Bruce Dickinson- κυρίως- και Adrian Smith, μέχρι την επιστροφή τους το 2000 και το “Brave New World”.  Άλμπουμ που αποτέλεσε την επιστροφή τους σε φόρμα κάτι που επιβεβαιώθηκε και στη ζωντανή ηχογράφηση του “Rock In Rio”, μπροστά σε ένα εκστασιασμένο κοινό 250.000 ανθρώπων. Εδώ πρέπει να γίνει αντιληπτό πως, οι Iron Maiden διατήρησαν την αίγλη τους ακόμα και στη δεκαετία του 90 με τα εκπληκτικά τους live. Ρωτήστε κάποιον πιο μεγάλο που τους είδε στην πρώτη τους, θρυλική πλέον εμφάνιση στην χώρα μας στο γήπεδο της Ν. Φιλαδέλφειας. Πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει άλλωστε αφού τότε παρουσιάστηκαν καλλιτεχνικά δυσκίνητοι. Μην ξεχνάμε ότι τα 90’s ήταν η δεκαετία της μεγάλης αλλαγής για τη μουσική και γενικότερα στον κοινωνικοπολιτικό χάρτη.  Την δεκαετία που πέρασε οι Βρετανοί μετά την επιτυχία του “Brave New World” κινήθηκαν σε πιο progressive μονοπάτια, δίνοντας έτσι την αφορμή σε πολλούς να μιλήσουν για γεράματα, και κόπωση του ηγέτη Harris.
          Σήμερα και μετά από ένα σερί μέτριων(“A  Matter Of Life And Death”), έως αδιάφορων δίσκων(“Final Frontier”), είναι θαρρώ, πολύ συγκεκριμένα τα πράγματα που μπορούν να προσφέρουν οι Iron Maiden. Σημαντικά όμως, καθώς άλλη μια νέα γενιά metal πιτσιρικάδων περιμένει να λατρέψει το νέο δίσκο του, από το μεγαθηρίο του παρελθόντος, που τόσο έχει ακουστά. Όσο για την κατηγορία των οπαδών που μεγάλωσαν με το συγκρότημα, έχουν όλα τα δίκια να μας τρελάνουν με τις φαμφάρες τους για τους Maiden αυτές τις μέρες, γιατί έζησαν παράλληλα με την μαγεία ενός συγκροτήματος  “one of a kind” που λένε Αγγλιστί. Συνεπώς για τις επόμενες, λίγες μέρες, ας μπούμε όλοι στη δίνη της νοσταλγίας, άλλων εποχών για την metal μουσική, όσο ακόμα θα υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Up the Irons; Γιατί όχι;


Φροίξος Βικάτος  

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2015

Ghost - Meliora

                    Το «Φάντασμα» από την Σουηδία, που μας στοιχειώνει μουσικά από το 2010, με αφετηρία  το Opus Eponymous και έπειτα, φτάνει αισίως στον τρίτο του full length. Με το Meliora, τα πράγματα  ξεκαθαρίζουν όσο αφορά το buzz που έχει χτίσει αυτά τα χρόνια το συγκρότημα. Το θεατρικό παρουσιαστικό τους επί σκηνής δεν είναι κάτι το πρωτόγνωρο  για τον οπαδό του heavy metal. Οπότε τα κριτήρια είναι εξ αρχής και μόνο μουσικά. Δηλώνω ανακουφισμένος  με το καινούργιο τους πόνημα, αφού αυτό βρίσκεται στην σωστή κατεύθυνση που είχε το ντεμπούτο τους και όχι το ακόλουθό του Infestissumam.
            Το άλμπουμ ξεκινάει με το “Spirit”, με μια μελωδία στα πλήκτρα που θυμίζει έντονα τίτλους αρχής της πασίγνωστης  σειράς κινουμένων  Scooby Doo! Αρκετά spooky, με την ένταση να χτίζεται υπέροχα σε ένα μικρό κιθαριστικό ξέσπασμα για το τέλος. Το άλμπουμ τραγούδι με το τραγούδι γίνεται καλύτερο και η μπασογραμμή στο “From The Pinnacle To The Pit”, είναι αμέσως-αμέσως ότι πιο heavy θα μπορούσε να περιέχει το προηγούμενο τους πόνημα, Infestissumam. Υπέροχο ρεφρέν από το Papa Emeritus III, που αναδεικνύεται στην υπέροχη μίξη ήχου του Andy Wallace( Nirvana, Slayer, Linkin Park…).  H εκπληκτική δουλειά που έχει γίνει σε επίπεδο παραγωγής φάνηκε και στο πρώτο single του άλμπουμ, “Cirice”.  Όγκος στις κιθάρες που μόνο οι Metallica στο ομώνυμο τους άλμπουμ δεν θα μπορούσαν να ζηλέψουν. Με το “Cirice” οι Ghost αποθεώνουν το δικό τους songwriting, επαναφέροντας τα πιασάρικα hooks στην μουσική τους, που χαρακτήριζαν τα τραγούδια τους, “Elizabeth” και “Ritual”. Ρεφρέν που δεν σου βγαίνει από το μυαλό ούτε με λοβοτομή και ένα από τα τραγούδια της χρονιάς. Συνέχεια με την πιο ξεχωριστή σύνθεση στο Meliora, το “He Is”.  Μπορεί να ακουστεί άλλη μια φορά κλισέ, αλλά η μπαλάντα του δίσκου, έχει μπολιασμένες αρκετές Blue Oyster Cult αναφορές, κλείνοντας  παράλληλα το μάτι και στο prog rock των 70’s. To αφελές στιχουργικά “Mummy Dust” δεν χάνει την αξία του μέσα στο σύνολο των καλών συνθέσεων του άλμπουμ, όντας το τραγούδι με το πιο heavy riff και τις πινελιές από τα πλήκτρα που το διανθίζουν κατάλληλα. Πιο απλό και hard rock-ίζον “Majesty” με την μοντέρνα προσέγγιση στο “Absolution” να δείχνει την διάθεση του συγκροτήματος να κάνει έστω και μισό βήμα μπροστά, για να μην μείνει στάσιμο. Κλείσιμο με το “Deus In Absentia”, με το πιάνο να κυριαρχεί, με μια πιο Queen-ική διάθεση.
             Συνεπώς οι Ghost προσθέτουν νέα στοιχεία στην μουσική τους(prog rock, modern metal) και επαναφέρουν τα παλιά καλά στοιχεία που έλειψαν στο Infestissumam(catchy hooks, songwriting). Tο buzz γύρω από το όνομα των Ghost αξίζει και με το παραπάνω, με μουσικά και μόνο κριτήρια. Το Meliora ηχεί φρέσκο και ίσως κλασικό, είναι σίγουρα απολαυστικό σαν άκουσμα, γιατί είναι heavy με σκοπό όμως το καλό songwriting κάτι που στο σημερινό metal μοιάζει τέχνη προς εξαφάνιση.


Φροίξος Βικάτος                                                                 9/10

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Βαθμολογίες, διορθώσεις και σημιώσεις

        Αλλαγές και σημασία βαθμολογιών στο blog, με μια πιο "αυστηρή" και λιγότερο οπαδική οπτική των πραγμάτων. Ο κύριος λόγος αυτής της αλλαγής των βαθμολογιών,  είναι να βοηθήσει κάποιον που αγαπάει την heavy μουσική και όχι μόνο, να ταξινομήσει καλύτερα και όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά τους δίσκους της προτίμησής του για το 2015. 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα δεκάρια που είχα παρουσιάσει στο παρελθόν παραμένουν στο αντίστοιχο είδος του metal . Η αλλαγή στις βαθμολογίες έχει σκοπό πλέον να κατατάξει κάθε νέο δίσκο στο ευρύτερο πλαίσιο του metal και της μουσικής και όχι μόνο σε συγκεκριμένο είδος. 


3: Κακό
4: Ανέμπνευστο 
5: Μέτριο 
6: Καλό αλλά άνισο 
7: Πολύ καλό 
8: Απολαυστικό 
9: Αριστούργημα 
10:Κλασικό 

Merilyn Manson- The Pale Emperor (8) 
Sylosis- Dormant Heart (7) 
Ingested- The Architect of Extinction (4.5) 
Napalm Death- Apex Predator- Easy Meat (8) 
Marduck- Frontschwei (6.5) 
Black Star Riders- The Killer Instict (5) 
Blide Guardian- Beyond The Red Mirror (6) 
The Prodigy- The Day Is My Enemy (4) 
Leviathan- Scar Sighted (8) 
Moonspell- Extinct (6) 
Enforcer- From Beyond (7.5) 
Cancer Bats- Searching for Zero (6.5) 
Torche- Restarter (7) 
Enslaved- In Times (8)  
Faith No More- Sol Invictus (7) 
Exarsis- The Human Project (7) 
Kamelot- Haven (6) 
SixForNine (6.5) 
Paradise Lost- The Plague Within (8) 
Lamb of God- Sturm Und Drang (8) 
Fear Factory- Genexus (7.5)

Τρίτη 11 Αυγούστου 2015

Fear Factory - Genexus

          Έχουν περάσει 20 χρόνια, από την κυκλοφορία του αξεπέραστου για τον ήχο( industrial metal ) αλλά και για τους ίδιους τους Fear Factory, album, το “Demanufacture”. Κάτι οι επετειακές περιοδείες του συγκροτήματος για το συγκεκριμένο album, κάτι το μεγαλύτερο δέσιμο πλέον του συνθετικού πυρήνα του συγκροτήματος, Bell-Cazares, σε συνδυασμό με τη χρήση live drummer( Mike Heller ) σε σχέση με το προηγούμενο “The Industialist”, η νοσταλγία του φετινού “Genexus” φαντάζει αναπόφευκτη.
      Με το καινούργιο τους πόνημα οι Fear Factory μας δηλώνουν ότι είναι οι πιονέροι του industrial metal- πείτε το και cyber metal αν σας βολεύει- οπότε το album είναι επικίνδυνο να βαλτώσει στην στασιμότητα της επιλογής του συγκροτήματος. Ευτυχώς όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, γιατί οι κοφτές κιθάρες σήμα κατατεθέν  του Dino Cazares,  και η εναλλαγή οργισμένων φωνητικών με τα πιο καθαρά και μελωδικά μέρη του  Burton C. Bell, με τον καταιγισμό των ρυθμών στα τύμπανα, είναι ακόμα εμπνευσμένα και μπορούν να μας προσφέρουν ακόμα συγκινήσεις. Η συνταγή λοιπόν είναι απλή και ίδια με πριν από 20 χρόνια, με το μειονέκτημα όμως οι Αμερικάνοι να ακουστούν παρωχημένοι. Η ποιότητα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι, που κάνει μια δοκιμασμένη συνταγή, μετά από χρόνια να έχει ακόμα την ίδια αίγλη με παλιά. Το “Genexus” δεν κουράζει σε κανένα σημείο, η ένταση του album είναι αξιοθαύμαστη, ειδικά όταν μετά το hit του, “Soul Hacker”-που είναι στη λογική του φοβερού “Replica”- ακολουθεί το πιο γρήγορο κομμάτι του album, “ProtoMech”. To πρώτο μισό του δίσκου χαρακτηρίζεται από τις κοφτές riff-άρες του Cazares κυρίως, που μάλλον του είναι απίστευτα εύκολο να groove-άρει και στο ύπνο του, με τραγούδια όπως τα “Anodized” και “Dielectric”.
    Περισσότερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το δεύτερο μισό του album, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη  διάθεση για πειραματισμό. Εκπληκτικό riff στο “Church of Execution” πιο nu metal διάθεση στο “Regenerate” και περισσότερες ηλεκτρονικές πινελιές από τον χρόνια παραγωγό και συνεργάτη του συγκροτήματος Rhys Fulber στα “Battle for Utopia” και στο σχεδόν pop κλείσιμο του album Expiration Date”. Θα σταθώ λίγο παραπάνω στο τελευταίο κομμάτι, γιατί είναι και αυτό που προβλέπω ότι θα διχάσει τους οπαδούς των Αμερικάνων. Το “Expiration Date” μου έφερε κατευθείαν στο μυαλό το πιο εμπορικό και ίσως προσιτό album των Fear Factory, το “Obsolete”. Όπως και τότε με το “Timelessness” κλείνουν ατμοσφαιρικά το δίσκο τους, έτσι και τώρα με το “Expiration Date”, που έχει μόνο καθαρά φωνητικά από τον εκπληκτικό στο είδος Bell, που καταφέρνει και δεν πέφτει στην παγίδα να ακουστεί ούτε poppy, ούτε cheesy. Στο outro επίσης  ακούγονται μέσα από drones και noise ήχους, samples από το επιστημονικής φαντασίας φιλμ Blade Runner.
     Συνεπώς, οι μάστορες του industrial metal επιστρέφουν με το πιο ποιοτικό album τους από το reunion των Bell-Cazares,με διάθεση να επιβεβαιώσουν περισσότερο το status τους στον ήχο και το είδος, παρά να αλλάξουν ακόμα μια φορά το metal. Τα 90’s άλλωστε φαντάζουν μακρινά πλέον, αλλά όχι και ικανά να φθείρουν την όρεξη που έχει το συγκρότημα, κάτι που η ένταση και η ποιότητα του “Genexus” δείχνουν.


Φροίξος Βικάτος.