Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Megadeth - "Dystopia"

                   
    Δύσκολο άλμπουμ το Dystopia, ενώ δεν θα έπρεπε να είναι τέτοιο. Ίσως εγώ να είμαι απαιτητικός από ένα συγκρότημα που με τον προηγούμενο του δίσκο έριξε τον πήχη των απαιτήσεων στα «τάρταρα». Τρία χρόνια μετά λοιπόν την αποτυχία του Super Collider, το line up του συγκροτήματος θα αλλάξει για ακόμα μια φορά. Και αν οι αλλαγές μελών δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τον ιθύνοντα νου του συγκροτήματος, Dave Mustaine, η αποτυχούσα προσπάθεια να επανενώσει το κλασικό line up των Megadeth, πρέπει να ήταν ένα σοκ που αρχικά θα στοίχησε στον Mustaine. Με τα πολλά οι αντικαταστάτες βρέθηκαν  στα πρόσωπα των Chris Adler(τύμπανα) των Lamb of God και Kiko Loureiro(κιθάρα) των Angra, ενώ στο μπάσο έμεινε αμετακίνητος ο David Ellefson.
            Ξεκινώντας την ακρόαση του άλμπουμ γίνεται εύκολα αντιληπτή η επιστροφή στις πιο «σκληρές», metal μέρες του συγκροτήματος ,αποφεύγοντας την mainstream προσέγγιση του προκατόχου του. Δείγμα θετικό αφού ηχητικά και μόνο μας έχουν ξανακερδίσει οι Deth. Οι πιο πολλοί θα μείνουν σε αυτό το στοιχείο και θα αποθεώσουν σχεδόν άκριτα το άλμπουμ. Και εδώ έρχομαι να υπενθυμίσω τις «χαμηλές απαιτήσεις» τις οποίες την τελευταία δεκαετία έχει ένας οπαδός της μουσικής των Megadeth. Για να μην παρεξηγηθώ το άλμπουμ σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό απλά για ένα τόσο μεγάλο συγκρότημα και έναν τόσο σπουδαίο μουσικό όπως ο Mustaine, υπάρχουν αδυναμίες. Δυστυχώς πλέον η φωνή του δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες όλων των τραγουδιών και ο ειρωνικός τόνος, που τον έκανε ξεχωριστό performer έχει εκλείψει. Παρόλα αυτά στο Dystopia έχουμε μερικές από τις καλύτερες Deth στιγμές εδώ και πολλά χρόνια. Το ομώνυμο με τις 90’s μελωδικές κιθάρες, το “Bullet To The Brain” με το πιο μοντέρνο μεταλλικό παίξιμο, ίσως κάποια σημεία θυμίζει και LoG, επίσης πάντα είναι πολύ ενδιαφέρον οι instrumental συνθέσεις ενός Megadeth άλμπουμ ,με το “Conquer Or Die!” να μην αποτελεί εξαίρεση. Η σύνθεση που ξεχωρίζει όμως είναι το “Poisonous Shadows”, με το ακουστικό intro και το πιάνο του Loureiro στο outro. Αξίζει να σημειωθεί πως  ο Βραζιλιάνος βιρτουόζος κιθαρίστας είναι και ο μόνος που προσφέρει συνθετικά πέρα από τον Mustaine. Μακάρι το ίδιο να γινόταν και με τον Chris Adler, έναν από τους καλύτερους drummer στο σύγχρονο metal, ο οποίος είναι αρκετά «σφιγμένος» σε όλο το άλμπουμ για τα δεδομένα των ικανοτήτων του.
           Συνοψίζοντας νομίζω πως τα θετικά υπερτερούν των αρνητικών στο Dystopia, με το ομώνυμο τραγούδι και το “Poisonous Shadows” να αποτελούν Deth highlight, γεγονός που είχε να συμβεί σε αρκετούς δίσκους. Η επιστροφή στον γνώριμο ήχο είναι καλοδεχούμενη και θα εκτιμηθεί από τους οπαδούς ενώ ίσως οι πιο αποστασιοποιημένοι με το συγκρότημα να το θεωρήσουν άλλη μια τετριμμένη δουλειά. Όπως και να έχει έχουμε μια κάποια επιστροφή στη φόρμα για τους Megadeth.


Φροίξος Βικάτος                                                   7/10

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2016

Μια μικρή εισαγωγή στον "κόσμο" των Massive Attack

                  
     Τη δεκαετία του 80 η μουσική και όχι μόνο, κολεκτίβα με το όνομα The Wild Bunch εντυπωσιάζει με τα dj set την τοπική σκηνή του Μπρίστολ με αρκετά ιδιαίτερα live που δόθηκαν και στο Λονδίνο. Ιδιαίτερα, αφού η μουσική κατεύθυνση της κολεκτίβας διέφερε από αυτή της εποχής συνδυάζοντας πολλά ετερόκλητα μεταξύ τους μουσικά είδη, όπως το punk με την soul, reggae και την R&B. Mέλη αυτής της κολεκτίβας που διαλύθηκε το 1988 ήταν οι Djs Andrew Vowles και Daddy G όπως επίσης και ο graffiti artist Robert Del Naja(3D). Ο τελευταίος έγινε rapper και οι δύο Djs οι παραγωγοί μουσικής του συγκροτήματος πλέον, με το γνωστό όνομα Massive Attack.
        Η εκλεκτικότητα της μουσικής τους αλλά και οικονομικής φύσεως δυσκολίες οδήγησαν σε μικρή καθυστέρηση την κυκλοφορία του ντεμπούτου τους που τελικά ήρθε το 1991. Το “Blue Lines” θα πρέπει να συγκαταλέγεται, από όλους τους μουσικόφιλους, ως ένα από τα καλύτερα και επιδραστικότερα  άλμπουμ στην ιστορία της μουσικής. Η μοναδική φωνή της Shara Nelson «πλημμυρίζεται» από τα νωχελικά beat του συγκροτήματος που συνδυάζει το hip hop με τη soul και τη reggae. Κάπως έτσι μια νέα μουσική σχολή γεννιέται, αυτή του Μπρίστολ με συγκροτήματα που κινούνται σε trip hop μονοπάτια. Η επιρροή των Massive Attack δεν θα είναι τεράστια μόνο σε καλλιτέχνες  όπως Bjork, Radiohead και Portishead αλλά και γενικότερα στο χώρο της electronica και της pop. Την τεράστια επιτυχία του ντεμπούτου τους διαδέχθηκε το εξίσου καλό “Protection” του 1995, το οποίο ανέδειξε και ένα από τα μόνιμα προβλήματα που θα αντιμετώπιζε το συγκρότημα. Εκτός από τις πρώτες διαμάχες για την μουσική κατεύθυνση που θα ακολουθούσαν, μεταξύ των Del Naja και Andrew Vowles, οι  Massive Attack σε όλη τους την καριέρα θα ταλανίζονται πάντα για την θέση της  κύριας τραγουδίστριας  που θα συμμετέχει σε κάθε άλμπουμ. Οι σχεδόν σταθεροί συνεργάτες θα είναι ο Tricky με τον Horacle Andy. Παρά τις συνεχιζόμενες έντονες διαφωνίες των 3D και Andrew Vowles, η άποψη του πρώτου θα υπερισχύσει και το νέο τους άλμπουμ με τον τίτλο “Mezzanine”(1998) μας σύστησε στις πιο ηλεκτρονικές, σκοτεινές, post rock διαθέσεις του γκρουπ. Το “Mezzanine” είναι αδιαμφισβήτητα το δικό τους αριστούργημα με τραγούδια όπως τα “Angel” και “Teardrop” να επιβεβαιώνουν με το παραπάνω αυτή την περιγραφή.
          Τα 90’s έφυγαν όμως και μαζί τους και ο Daddy G, προσωρινά τουλάχιστον, αφήνοντας υπεύθυνο για την δημιουργία του “100th Window”(2003) μόνο τον 3D ο οποίος βασίστηκε σε αρκετούς καλεσμένους(Damon Albarn, Sinead O Connor) για την ολοκλήρωση του project.To οποίο συνέχιζε μουσικά εκεί που έμεινε ο προκάτοχος του, με περισσότερη διάθεση για ηλεκτρονικούς πειραματισμούς. Πάντως αν και θεωρείται σαν άλμπουμ, αυτό που οδήγησε στην απομυθοποίηση του συγκροτήματος  για πολλούς, πάντα με έλκυε η «δυσκολία» του ως άκουσμα και η πιο ενδοσκοπική προσέγγιση του. Ο Daddy G σιωπηλά και για κάποια live shows θα επιστρέψει, αλλά για να ακούσουμε νέα των Massive Attack θα χρειαστεί να περάσουν 7 ολόκληρα χρόνια. Το 2010 λοιπόν και μετά από την μεγαλύτερη «σιγή» στη καριέρα τους οι Massive Attack θα επιστρέψουν με το πέμπτο τους δίσκο με τίτλο “Heligoland”. Παρά τις μουδιασμένες πρώτες αντιδράσεις, το άλμπουμ με τα πολλά ακούσματα ξεδιπλώνει την μαγεία των μελωδιών του και το προσωπικό μου αγαπημένο “Paradise Circus” στέκει άφθαρτο 6 χρόνια μετά δίπλα στο κλασικό “Teardrop”, ως ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γράψει οι Βρετανοί.
         Αυτή η πολύ ΜΙΚΡΗ εισαγωγή, το τονίζω αυτό, στον «κόσμο» των Massive Attack  έχει σκοπό να κάνει μια πρώτη γνωριμία στην μουσική των Βρετανών και σας αφήνει η αλήθεια είναι, πολύ δουλειά για το σπίτι. Δεν αναφέρθηκα σε πολλά πράγματα που θα μπορούσα όπως οι φιλανθρωπικές και πολιτικές δράσεις του συγκροτήματος, τα βραβεία και οι συμμετοχές σε soundtrack ταινιών. Για τους Massive Attack θα μπορούσα να γράφω για ώρες αλλά προτιμώ να ανακαλύψετε με τον δικό σας τρόπο την μουσική τους και το αγαπημένο σας άλμπουμ, τραγούδι ή στίχο.


Φροίξος  Βικάτος

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Witchcraft - "Nucleus"

                     
 Το τέταρτο πόνημα των Σουηδών Witchcraft με τίτλο “Legend” που κυκλοφόρησε το 2012, τους έβρισκε στην συνθετική τους κορύφωση και θεωρείτε από το μεγαλύτερο μέρος του κοινού τους αλλά και των κριτικών ως το δικό τους αριστούργημα. Αυτή η άποψη με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, αφού η πιο «μοντέρνα» ροκ στροφή του ήχου τους έδειξε τις τρομερές δυνατότητες του συγκροτήματος. Δυνατότητες οι οποίες είχαν φανεί από τότε που στο ντεμπούτο τους διασκεύαζαν τους αγαπημένους τους Pentagram, την εποχή που ακόμα οι ενισχυτές τους παρέμεναν πεισματικά «βρώμικοι» και ο Magnus Pelander δεν τραγουδούσε μόνο, αλλά στα καθήκοντά του ήταν και αυτό του κιθαρίστα. Όντας στο καλύτερο σημείο από την αρχή της καριέρας τους, για όλους έμοιαζε με αίνιγμα η επόμενη κίνηση των Σουηδών.
            Η ανακοίνωση για το φετινό “Nucleus” ήταν ξαφνική καθώς δεν είχε προηγηθεί κάποιο updateαπό το στούντιο, ενώ ακόμα πιο ξαφνικές ήταν οι αλλαγές των μελών μέσα στο γκρουπ. Οι Witchcraft πλέον λειτουργούν ως τρίο με ηγέτη τον Magnus Pelander, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την παραγωγή, την μουσική και τους στίχους του “Nucleus”. Κίνηση που με ξένισε αρχικά αφού όταν όλες οι εξουσίες-ακόμα και στον δημιουργικό τομέα- μαζεύονται σε ένα άτομο, οι δημιουργική διαδικασία γίνεται πιο «αυστηρή» και ίσως πιο περιορισμένη. Αν μη τι άλλο τολμηρή κίνηση η αλλαγή μιας ομάδας που κέρδισε πριν από 4 χρόνια και μιλώ φυσικά για το “Legend”. Προφανώς και αυτή η αλληλουχία των αλλαγών φέρνει και τα ανάλογα αποτελέσματα και στο συνθετικό, καθαρά μουσικό κομμάτι του φετινού “Nucleus”. Ο τίτλος του άλμπουμ πιστεύω ότι είναι αρκετά στοχευμένος μιας και το συγκρότημα κάνει απροσδόκητη στροφή προς τον «πυρήνα» της μουσικής του. Από το εναρκτήριο, εντελώς Sabbath-ικό riff του“Malstroem” οι Σουηδοί λένε όχι σε ένα δεύτερο μέρος του “Legend”, που πολλοί θα τους ζητούσαν. Στο καλύτερο όμως τραγούδι του δίσκου το “The Outcast” το συγκρότημα κλείνει πονηρά το μάτι στον προκάτοχο του “Nucleus”, με την αλλαγή στη μέση του τραγουδιού να το χωρίζει σε δύο καταπληκτικά μέρη, στο πιο folk και στο κλασικό hard rock δεύτερο μέρος. Δυστυχώς όσο ανέβηκαν οι ταχύτητες ανέβηκαν, αφού για την συνέχεια έχουμε το πολύ καλό ομώνυμο που στα 14 λεπτά του παρακαλώ(!) θα χωρέσει μέσα του μπόλικη 70’s ψυχεδέλεια, doom και κάποια γυναικεία χορωδιακά φωνητικά. Αρκετός πειραματισμός και προοδευτική διάθεση στο “Nucleus”, συστατικά τα οποία θα με χαροποιούσαν ιδιαιτέρως αν συνοδευόντουσαν από την απαραίτητη έμπνευση. Για να μην παρεξηγηθώ το άλμπουμ σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό, απλά ως αρκετά σκοτεινή και δύστροπη δουλειά, ειδικά σε σχέση με τον προκάτοχο του, απαιτεί περισσότερη προσοχή και υπομονή. Για μένα το επόμενο και ίσως τελευταίο highlight του δίσκου είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια(15 λεπτά) σύνθεση του δίσκου και η κατακλείδα αυτού, το “Breakdown”. Με το επαναλαμβανόμενο doom riff, την αλλαγή στην ερμηνεία του Pelander αλλά και το κρεσέντο από τα έγχορδα στο κλείσιμο να το καθιστούν εξαιρετικό και υπνωτικό.
          Παρά τις πολλές και θαρραλέες αλλαγές, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των Witchcraft παραμένει η χροιά της φωνής του Pelander, η οποία είναι και η κινητήρια δύναμη σε έναν αρκετά ριψοκίνδυνο μουσικά δίσκο. Οι Σουηδοί θα προκαλέσουν αρκετά τους οπαδούς τους με τις πιο heavy και σκοτεινές τους διαθέσεις, δείχνοντας έντονα καλλιτεχνικά αντανακλαστικά αφού αρνούνται να επαναλάβουν τους εαυτούς τους, γεγονός που την συγκεκριμένη χρονική στιγμή θα τους εξασφάλιζε την θέση τους στην κορυφή του λεγόμενου revival hard rock/metal κινήματος. Συν ένα στο βαθμό από μένα για το καλλιτεχνικό ρίσκο.


Φροίξος Βικάτος                                                                      7/10

Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2016

Σχεδόν 9 χρόνια "Minutes to Midnight"

               
 Ούτε δέκα χρόνια δηλαδή δεν έχουν περάσει, από αυτό το κομβικό για τον γράφοντα άλμπουμ. Όπως καταλαβαίνετε δεν χρειάζομαι καν κάποια αφορμή για να γράψω για το τρίτο πόνημα των Καλιφορνέζων, που την χρονιά που κυκλοφόρησε αντιμετώπισε αρκετές άσχημες  κριτικές και για πολλούς ήταν η αφορμή να μην ξανασχοληθούν με τους Αμερικάνους. Ακόμα όμως δεν μπορώ να εξηγήσω την σημερινή μου παρόρμηση να ασχοληθώ με ένα άλμπουμ που πίστευα(;) πως είχα ξεπεράσει για τα καλά, ειδικά μέσα σε μια εβδομάδα που το ενδιαφέρον μου έχει μονοπωλήσει το “Purple” και το “Blackstar”, εξαιρετικά αμφότερα. Μάλλον σε στιγμές νοσταλγίας γυρνάμε πάντα σε άλμπουμ που μας «έφτιαξαν» και μας άνοιξαν νέους ορίζοντες και σίγουρα σε αυτή την κατηγορία βρίσκεται για μένα το “Minutes to Midnight” μαζί με το “Death Magnetic”.
            Σήμερα  και μετά από πολύ καιρό ξανακούστηκε από τα ηχεία του στερεοφωνικού μου η εισαγωγή του “Wake”. Και πριν ο ήχος του πικάπ με κάνει να ξανανιώσω έφηβος, ας κάνουμε λίγη ιστορία. Οι Linkin Park μετά από δύο πολυπλατινένια άλμπουμ βρίσκονταν στη κορυφή του μουσικού χάρτη και είχαν εισάγει το nu metal/alternative ήχο στο mainstream ακροατήριο. Όλα καλά μέχρι εδώ, όμως αυτό που τους έκανε να διαφέρουν από τους συνοδοιπόρους τους και που εν τέλει τους κράτησε ακμαίους-τουλάχιστον εμπορικά- ήταν η διάθεση για αλλαγή. Με καινούργιο παραγωγό, τον πολύ Rick Rubin, ηχογραφούν και πειραματίζονται με νέους ήχους στο σπίτι-studio, The Mansion at Laurel Canyon. Αν σας λέει κάτι αυτό το όνομα, ναι, εκεί έχει ηχογραφηθεί το “Vol 3” των Slipknot αλλά και το “Stadium Arcadium” των Red Hot Chili Peppers μεταξύ άλλων. Οι διάθεση για αλλαγή ήταν έκδηλη και οι καλιφορνέζοι ήθελαν να πλασάρουν την πιο ώριμη και γκρίζα πτυχή της μουσικής τους. Το άλμπουμ εν τέλει ξεκινάει εντυπωσιακά με το αρκετά punk Given Up”, στο οποίο ο Chester μας χαρίζει ένα από τα highlight του δίσκου με την κραυγή των 17 δευτερολέπτων χωρίς ανάσα! Συνέχει με την μπαλάντα του δίσκου το “Leave Out All The Rest”, που σήμερα ακούγεται πολύ πιο ωραία ειδικά αν έχεις δεχτεί τις σφαλιάρες τραγουδιών όπως “Robot Boy” και “Castle of Glass”. Το συναυλιακό “Bleed it Out” αγαπήθηκε από τότε από τους φίλους του συγκροτήματος και το “Shadow of The Day” παρότι πολύ όμορφο θα μου θυμίζει πάντα το “With Or Without You” των U2. Ίσως η  κορυφαία στιγμή είναι το “What Ive Done” που γράφτηκε τελευταίο και ενώνει τις δύο περιόδους που έφερε η δημιουργία του MtM για τους Linkin Park. Το άλμπουμ συνέχιζε να τεστάρει τα όρια των οπαδών με τις πιο μεταλλικές στιγμές του( No More Sorrow) αλλά και τις πιο γλυκανάλατες( Valentines Day). Θα κλείσει όμως υπέροχα υπογραμμίζοντας την συνθετική ωριμότητα του συγκροτήματος  με το “The Little Things Give You Away”.
        Πολλοί εκείνη την περίοδο μπέρδεψαν τα αυγά με τα πασχάλια μιλώντας για emo στροφή των Αμερικάνων, η αλήθεια είναι πως τόλμησαν να μην ακολουθήσουν την περπατημένη για μένα. Το “Minutes to Midnight”  μαζί με το πιο πρόσφατο “The Hunting Party” είναι πιο ώριμοι δίσκοι των  Linkin Park και ας μην είναι οι πιο πετυχημένοι. Σίγουρα το πρώτο θα είναι πάντα μια γλυκιά ανάμνηση για μένα και ίσως ένα από τα πιο σημαντικά άλμπουμ που θα χω ακούσει γιατί υπήρξε η αφορμή να ακούσω πολύ περισσότερα πράγματα και να έρθω σε επαφή με μουσικά είδη που μέχρι τότε δεν φανταζόμουν ότι υπάρχουν. Από τότε μέχρι σήμερα η μουσική παραμένει ένα συγκλονιστικό ταξίδι.


Φροίξος  Βικάτος.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Baroness - "Purple"

                   
   Τέταρτο χρώμα στην δισκογραφική παλέτα των Αμερικάνων Baroness, με το πινέλο αυτή τη φορά να διαλέγει το μωβ. Το μωβ σαν χρώμα είναι γνωστό πως είναι αποτέλεσμα συνδυασμού δύο βασικών χρωμάτων όπως το μπλε και το κόκκινο. Αυτή η απλή, σαν πρώτη σκέψη οδήγησε σε λάθος συμπεράσματα τους παλιούς οπαδούς του συγκροτήματος, που περίμεναν την επιστροφή στις πιο «σκληρές» μέρες των “Red Album” & “Blue Record”. To νέο τους πόνημα “Purple”, έρχεται τρία χρόνια μετά το αρκετά πειραματικό, διπλό άλμπουμ “Yellow & Green”, στο οποίο οι Baroness διατήρησαν τις αιχμές τους παρότι  μείωσαν το sludge metal στοιχείο του ήχου τους. Επίσης η γνωστή πλέον ιστορία με το ατύχημα του tour bus, που παραλίγο να στοιχίσει τις ζωές των μελών του συγκροτήματος, αποτέλεσε μια αφορμή για ένα νέο ξεκίνημα με δύο νέα μέλη στα τύμπανα και μπάσο, τους Sebastian Thomson και Nick Jost αντίστοιχα.
           Η δημιουργική διαδικασία αυτή τη φορά διέφερε σε σχέση με τα προηγούμενα άλμπουμ, με τα δύο νέα πρόσωπα να συνεισφέρουν ισότιμα «ξεκουράζοντας» έτσι τον ηγέτη του συγκροτήματος Jon Baizley. Ο οποίος καταφέρνει κάτι πραγματικά δύσκολο με το νέο χρώμα των Baroness. Μπερδεύει όλα τα προηγούμενα «χρώματα» και το αποτέλεσμα αυτών είναι το “Purple”. To Morningstar” που ανοίγει το δίσκο, αρχικά με τον πιο τραχύ του ήχο και το μεταλλικό του riff θα θυμίσει τις πρώιμες μέρες του συγκροτήματος. Όμως οι Baroness δεν είναι ένα γκρουπ νοσταλγών και το ρεφρέν δείχνει ξεκάθαρα την βελτίωση του Jon Baizley σε τραγουδιστή. Ακολουθεί το καλύτερο τραγούδι στο “Purple”, το “Shock Me”  με το παλλόμενο riff να χτίζει ένα λυτρωτικό ρεφρέν trademark του συγκροτήματος. Μιας και το αναφέραμε τα κλασικά Baroness lead υπάρχουν σε ακόμα ένα άλμπουμ προσδίδοντας χαρακτήρα και το στίγμα της μπάντας όπως στο πρώτο single, το “Chlorine & Wine”. Κάτι που θα χαροποιήσει πολύ τους οπαδούς του συγκροτήματος, πέρα από την επιστροφή σε πιο heavy ήχο όπως στα “Iron Bell” και “Desperation Burns”, είναι ο πειραματισμός  στο “If I Have To Wake Up (Could You Stop The Rain )”. Το οποίο είναι η ώριμη εξέλιξη των προσπαθειών που έλαβαν μέρος στο “Green”.
         Τα κίνητρα για την δημιουργία ήταν πολλά για το συγκρότημα και ειδικά για τον αρχηγό του, τον Jon Baizley, ο οποίος κατάφερε και έβγαλε το συγκρότημα από μια αβέβαιη κατάσταση που είχε προκύψει μετά το τροχαίο ατύχημα. Το εξώφυλλο που δημιούργησε ακόμη μια φορά ο ίδιος είναι αινιγματικό και σαγηνευτικό παράλληλα, με το καλλιτεχνικό σύνολο να αποδεικνύει γιατί οι  Baroness ανήκουν, στα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού συγκροτήματα του σημερινού λεγόμενου σκληρού ήχου.


Φροίξος   Βικάτος                                                         9/10

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Guns N' Roses: επιτέλους(;) reunion

              Το πολυπόθητο reunion της κλασικής σύνθεσης των Guns NRoses είναι γεγονός εδώ και κάτι μέρες. Η λιτή ανακοίνωση ανέφερε ότι οι Axl Rose και Slash είναι ξανά μαζί και το reunion θα λάβει μέρος στο φεστιβάλ Coachella, όπου το συγκρότημα θα εμφανιστεί ως headliner και θα ακολουθήσει παγκόσμια περιοδεία μέσα στο 2016.
           Οι πρώτες αντιδράσεις του προαναγγελθέντος αυτού «γάμου» μεταξύ των μέχρι πρότινος εχθρών Axl και Slash με ενθουσίασαν, αλλά με την ελλιπή(;) αυτή ανακοίνωση γεννήθηκαν και κάποιες εύλογες απορίες. Η ανακοίνωση αναφέρει τις δύο κεντρικές φιγούρες και κανένα άλλο original μέλος του συγκροτήματος. Τι και αν όλοι ξέρουμε πως την θέση του στο μπάσο θα ξαναπάρει ο Duff  McKagan, ο οποίος διατηρούσε όλα αυτά τα χρόνια του «διαζυγίου», καλή σχέση και με τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές. Ακόμα και η επιστροφή στα τύμπανα του Matt Sorum φαντάζει πιο λογική από αυτή του Steven Adler. Το μεγάλο ερωτηματικό που μένει να απαντηθεί είναι αν στο reunion θα πάρει μέρος ο Izzy Starlin. Εξίσου σημαντική φιγούρα με αυτή του Slash για το συγκρότημα κατά  την άποψη μου, έχοντας συνεισφέρει σε πάρα πολλές συνθέσεις κλασικών Guns NRoses  τραγουδιών όπως τα “You Could Be Mine”, “Dust nBones”, “Dont You Cry” και “14 Years”. Η λογική δείχνει πως αν ο Starlin δεν επιστρέψει την θέση του θα καλύψει ο Gibly Clarke, όπως είχε κάνει και στο παρελθόν για την περιοδεία των  Illusions άλμπουμ. Ο πληκτράς  Dizzy Reed δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Axl οπότε δεν χρειάζεται να γίνει περεταίρω αναφορά.

Τα χρόνια του χωρισμού, τι έκανες;

     Ναι θα ήθελα να ασχοληθώ και λίγο με αυτή την περίοδο του συγκροτήματος γιατί και λόγο ηλικίας δεν μπορώ  να πω πως «έζησα» τα χρόνια που οι Guns NRoses μεγαλουργούσαν και κατακτούσαν τον κόσμο με το τολμηρό εγχείρημα των Illusions. Θα ασχοληθώ με τις κεντρικές φιγούρες σε αυτό το mini flashback, δηλαδή τους Axl & Slash.
     To 2008 όταν και πρωτοήρθα σε επαφή(σοβαρή) με το έργο των GNR, αφορμή ήταν τότε το ολοκαίνουργιο άλμπουμ του συγκροτήματος(;), “Chinese Democracy”. Πρώτο άλμπουμ μέσα σε 15 χρόνια, αφού μετράω και το άλμπουμ διασκευών, “Spaghetti Incident?”. Αφού το 1996 με την έξοδο του από το συγκρότημα ο Slash άνοιξε τον ασκό του Αιόλου και για τους υπόλοιπους, ο Axl Rose έμεινε ως το μοναδικό original μέλος που θα ολοκλήρωνε το πομπώδες  “Chinese Democracy”. Τελικά η «Κινέζικη Δημοκρατία» κρίνεται ως άκρως πετυχημένο project που δυστυχώς «θάφτηκε» από πολλούς επειδή έφερε το όνομα των GNR. Πέντε κιθαρίστες χρειάστηκε να επιστρατεύσει ο Axl για την ολοκλήρωση του εγχειρήματος του. Το οποίο μουσικά ήταν μεγαλεπήβολο με αρκετές επικές συνθέσεις στο ύφος των Illusions αλλά και με πιο μοντέρνα τραγούδια. Αξίζει πραγματικά να ακούσετε τα “Madagascar”, “There Was A Time” και “Prostitute”, όταν βαρεθείτε την νιοστή ακρόαση του “Paradise City” οι πιο πολλοί.
     Ο Slash τώρα τα τελευταία 5 χρόνια έχει ομολογουμένως το momentum. Οι τρεις προσωπικές του δουλειές τον βρήκαν ανανεωμένο να δημιουργεί ξανά εξαιρετικές συνθέσεις στο κλασικό hard rock στυλ του “Appetite For Destruction”. Στη φωνή του εξαιρετικού από τους Alter Bridge, Miles Kennedy βρήκε τον ιδανικό «αντικαταστάτη» του Axl Rose, κάτι που ο τελευταίος δεν κατάφερε να κάνει δοκιμάζοντας πολλούς κιθαρίστες.

     Συνοψίζοντας πολλοί θα γκρινιάξουν και θα πουν πως όλα γίνονται για λεφτά(προφανώς) και πως ανάγκη για νέους, κάποια στιγμή GNR δεν έχουμε(διαφωνώ). Αν έστω και για λίγο καταφέρουν με αυτό το reunion να γυρίσουν τον χρόνο πίσω, πιάνοντας την μαγεία του συγκροτήματος που ήταν κάποτε, τότε χαλάλι στα εκατομμύρια που θα ξαναβγάλουν.


Φροίξος Βικάτος